«Η “Επανάσταση” ήταν αναπότρεπτη λόγω της πολιτικής αθλιότητας που επικρατούσε» θα έλεγε λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου

Στα πρώτα της χρόνια, η Χούντα είχε την «τύχη» να έχει υπουργό Εξωτερικών τον Παναγιώτη Πιπινέλη, ακραιφνή ευρωπαϊστή και πρώην πρωτοκλασάτο υπουργό του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Όταν πήγαινε στην Ευρώπη ο Πιπινέλης, για να δικαιολογήσει την αναγκαιότητα του πραξικοπήματος, προέβαλε ένα υπερβατικό επιχείρημα: η δημοκρατία στην Ελλάδα είχε ήδη πεθάνει, και χρειαζόταν επέμβαση. Αυτό όμως το πίστευε και ο ίδιος ο Καραμανλής και γι’ αυτό ακριβώς το αναπαρήγαγε ο θαυμαστής του Πιπινέλης. Κάτι γνώριζε παραπάνω ο Εθνάρχης…

Μεγάλο μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου θεωρούν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ότι πήγε κόντρα στην «επταετία» υποστηρίζοντας ότι «η ηγεσία της ελληνικής Κεντροδεξιάς –ο Καραμανλής, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, τα ηγετικά στελέχη της ΕΡΕ– συστηματικά ανήγειρε ένα αδιαπέραστο φράγμα μεταξύ των οπαδών της ΕΡΕ και των δικτατόρων». Υποστηρίζουν ότι η επιβολή της δικτατορίας αποτελούσε, για τον Καραμανλή, τη χειρότερη δυνατή συνέχεια στην πορεία της χώρας, ενώ αποδοκίμασε το «πραξικόπημα».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Η αξέχαστη Πρωτοχρονιά του δικαστή και διανοουμένου Γιάννη Ντεγιάννη

Ωστόσο, όπως κατέγραψα και στο βιβλίο Ελλάς-ΕΟΚ: Εμπιστευτικό η κατάσταση δεν φαίνεται να ήταν έτσι, καθώς ο Κων. Καραμανλής στην ουσία δεν άγγιξε ποτέ του Απριλιανούς ενώ έλεγε μάλιστα και… κολακευτικά λόγια.

Η επίκληση στην αυθεντία του Εθνάρχη, από τον Πιπινέλη, λειτουργούσε ενισχυτικά στα χουντικά επιχειρήματα. Για του λόγου το αληθές, στις 30 Νοεμβρίου 1967, ο Καραμανλής παραδεχόταν σε Αμερικανό διπλωμάτη ότι η «“Επανάσταση” ήταν αναπότρεπτη λόγω της πολιτικής αθλιότητας που επικρατούσε, ότι η επανάσταση άπαξ γενόμενη μπορούσε να αποβεί ωφέλιμη, δεδομένου ότι θα προσέφερε στην χώρα την ευκαιρία να ανασυντάξει την εθνική ζωή».

Παναγιώτης Πιπινέλης και Κωνσταντίνος Καραμανλής συνομιλούν, σε εποχής πριν την Χούντα (Αρχείο Κων. Καραμανλή)

Στην πραγματικότητα, η μεταπολεμική καχεκτική δημοκρατία ήταν δημιούργημα ανθρώπων, όπως ο Καραμανλής και ο Πιπινέλης. Ουσιαστικά, λέγανε στους Ευρωπαίους ότι πρέπει να σώσουμε τη δημοκρατία από τις στάχτες που εμείς προκαλέσαμε. Αλλά, ατυχώς για εκείνους, στο Συμβούλιο της Ευρώπης «δεν κατανόησαν ότι με την επανάσταση της 21ης Απριλίου η Ελλάς ενήργησε, προδρομικώς δια λογιαριασμόν της Δύσεως, εξέφρασε μιαν καθολικήν ανάγκην της εποχής μας που είναι ακριβώς εποχή των μεγάλων επαναστατικών αλλαγών και αλμάτων, τόσον εις τη επιστήμη και την τεχνολογίαν, όσον και εις την αναδιοργάνωσιν και εξύψωσιν του κοινωνικού και πολιτικού μας βίου» έλεγε ο Πιπινέλης. Καμία σατυρική εκπομπή δεν θα μπορούσε να το σκεφτεί αυτό.Είναι χαρακτητιστικό ότι ο Καραμανλής θεωρούσε τον Ανένδοτο Αγώνα του Παπανδρέου «συνταγματική εκτροπή» του πολιτεύματος, αλλά τους συνταγματάρχες «επαναστάτες».

Αρνήθηκε να μιλήσει εναντίον της Χούντας στο Συμβούλιο της Ευρώπης

Οι ίδιοι άνθρωποι που έβλεπαν την ένταξη σε οργανισμούς, ως εγγύηση της δημοκρατίας, με πρώτη απ’ όλες την ΕΟΚ (ΕΕ), ήταν οι ίδιοι που είτε πρωτοστάτησαν στη Χούντα, είτε την υποστήριξαν, είτε την ανέχτηκαν, είτε έκαναν “παιχνίδι” μαζί της. Όταν κάλεσαν τον Καραμανλή το 1969 να συμμετάσχει στη Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης εκείνος αρνήθηκε, σε αντίθεση με άλλους πολιτικούς που μίλησαν εναντίον της Χούντας.Παράλληλα, ο Καραμανλής διατηρούσε επικοινωνία με τον Σάββα Κωνσταντόπουλο, ο οποίος νουθετούσε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο πως «το έθνος διαθέτει ένα κεφάλαιον: Τον Καραμανλήν». Οι “επαναστάτες” εκτιμούσαν σε τέτοιο βαθμό τον Καραμανλή που του ζητούσαν συμβουλές για τη διαχείριση των πολιτικών και εθνικών θεμάτων.

Σημειώνεται ότι ο Κωνσταντόπουλος ήταν συνεργάτης των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών, αρχικά της ΚΥΠ και έπειτα και της ΓΔΕΑ τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1950, ενώ είχε γνωρίσει τον μετέπειτα δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο τον Μάιο του 1958, στο σπίτι του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, σε σύσκεψη για την αντιμετώπιση της θεαματικής εκλογικής ανόδου της ΕΔΑ, όπως έχει καταγράψει ο δημοσιογράφος Γιώργος Ρωμαίος.  Σε εκείνη τη σύσκεψη, στην οποία ο Παπαδόπουλος αντιπροσώπευε την ΚΥΠ, ο Καραμανλής, ανήσυχος για το εκλογικό αποτέλεσμα, αποφάσισε τη συγκρότηση «αφανούς επιτροπής για την παρακολούθηση, θεωρητική και πολιτική, του κομμουνιστικού προβλήματος». Γι΄αυτό και ο Καραμανλής παραδεχόταν ότι «οι κινηματιαί υπήρξαν θαυμασταί μου στο παρελθόν».

Σιγή ιχθύος για τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο

Όταν η Le Monde ρώτησε τον Καραμανλή τι πρέπει να γίνει εάν οι πραξικοπηματίες δεν παραδώσουν οικειοθελώς την εξουσία ο Καραμανλής αρνήθηκε να απαντήσει αρκούμενος μόνο να πει: «Διατηρώ την ελπίδα ότι οι πρωτοστατήσαντες στην επανάσταση θα αντιληφθούν το καθήκον τους και θα διευκολύνουν την αβίαστη επάνοδο στην ομαλότητα». Οι υπεκφυγές του Καραμανλή, πραγματικά εντυπωσιάζουν αρνητικά. Του ήταν αδύνατον να κοντράρει το στυγνό καθεστώς. Η επάνοδός του στην εξουσία προετοιμάστηκε επιμελώς διατηρώντας στενές σχέσεις και παρέχοντας έμμεση κάλυψη στους πραξικοπηματίες.

Μετά τις σφαγές του Νοεμβρίου του 1973 στο Πολυτεχνείο, ο Καραμανλής δεν βρήκε να πει μια κουβέντα. Είναι συγκλονιστικό ότι οι συντάκτες της επίσημης ιστορίας του Ιδρύματος Καραμανλή τον ξεπλένουν με τρόπο που δημιουργεί απορίες: «Μην έχοντας άμεσα την εποπτεία των δραματικών γεγονότων που εκτυλίσσονταν στην Αθήνα και εν όψει πιθανών ανεξέλεγκτων εξελίξεων που ήταν δυνατόν να επιφυλάσσουν, δεν θεώρησε προφανώς σκόπιμο να κάμει οποιαδήποτε εσπευσμένη δήλωση. Εξάλλου οι απόψεις του ήταν γνωστές και διατυπωμένες με “σαφήνεια”». Δηλαδή ο Καραμανλή έπρεπε να μένει σε διαμέρισμα στην Πατησίων για να πληροφορηθεί για τα γεγονότα;

Καραμανλής σε Μητσοτάκη: «Έπρεπε να κυρήξεις στρατιωτικό νόμο»

Υπενθυμίζεται ότι ο Καραμανλής απεχθανόταν όταν διαμαρτύρονταν οι νεολαίοι για τον πόλεμο στο Βιετνάμ διότι «…η νεολαία οφείλει τον εξευρωπαϊσμόν της Ελλάδος να καταστήση ιδανικόν της και όχι τας διαδηλώσεις του Βιετνάμ και της Ινδοκίνας, εις τα το οποίας την εξωθούν ασυνείδητοι δημαγωγοί». Τέτοιες απόψεις, έβρισκαν τόσο απόλυτα σύμφωνο τον κατοπινό πρώτο Πρόεδρο της μεταπολιτευτικής Ελληνικής Δημοκρατίας και υπέρμαχο της ένταξης στην ΕΟΚ Κωνσταντίνο Τσάτσο που εκλιπαρούσε τον Καραμανλή να τις πει δημόσια να πέσουν σαν «ογκόλιθος σε ένα έλος γεμάτο φρύνους και βατράχους».

Εάν βασιστούμε στην αυτοβιογραφία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πως ο Καραμανλής του είχε πει πως «έπρεπε να έχετε κηρύξει τον στρατιωτικό νόμο το 1965», δεν μας κάνουν εντύπωση οι φιλο-δικτατορικές θέσεις του Καραμανλή. Αλλά ακόμα και σε εθνικά θέματα, φαίνεται ότι δεν τον πείραξε το γεγονός ότι οι Χουντικοί απέσυραν την ισχυρή Μεραρχία Κύπρου τον Νοέμβριο του 1967 αφήνοντας την Κύπρο ακάλυπτη.

Αμερικανοί στρατιώτες στο Βιετνάμ, δεκαετία 1960 (Αρχείο Κων. Καραμανλή)

«Η Χούντα θα μπορούσε να εκσυγχρονίσει τη χώρα»

Ο Σάββας Κωνσταντόπουλος ήθελε να προετοιμάσει το έδαφος στα χρόνια της Χούντας για τον Καραμανλή. Το 1973 προφήτευε ότι η τύχη της περίπτωσης Καραμανλή θα κριθεί το αργότερο εντός του 1974. Για λόγους που μάλλον ξέφευγαν του Κωνσταντόπουλου, πράγματι, τότε οι δικτάτορες κάλεσαν τον Καραμανλή να αναλάβει το 1974.

Εάν έβαζαν τέρμα στο πείραμά τους οι Χουντικοί και αποχωρούσαν, έλεγε ο Καραμανλής, «θα είχαν τουλάχιστον την ικανοποίηση ότι με το πραξικόπημα προσέφεραν στη χώρα την ευκαιρία να εκσυγχρονίσει τους θεσμούς της»! Δηλαδή λίγο ακόμα και οι Έλληνες πολίτες θα δόξαζαν ανθρώπους σαν τον Πατακό και το Μακαρέζο. Τον Καραμανλή δεν τον ένοιαζε η πτώση της Χούντας, αλλά να επιστρέψει και να την διαδεχθεί. Μα και μετά την επιστροφή του, πολλά πράγματα δεν είχαν αλλάξει. Η εφημερίδα Scotsman έγραφε στα τέλη Φεβρουαρίου 1975 πως «η ελληνική κυβέρνηση δεν υπήρξε διόλου ανηλεής στη δίωξη των συνεργατών της δικτατορίας».

Ο ανταποκριτής της Ουμανιτέ ανέφερε τον Δεκέμβρη του 1979 ότι οι «δημοκρατικοί θεσμοί δεν λειτουργούν στην Ελλάδα» και «απόδειξη» είναι ότι οι «δικαστές χαρακτήρισαν στελέχη της Χούντας σαν τα “διαμάντια” της Ελλάδας». Ο ίδιος δημοσιογράφος, όπως έγραφε, είδε την «αστυνομία του Καραμανλή να προστατεύει τους φασίστες και να πολλαπλασιάζει τα μέτρα εναντίον του δημοκρατικού κινήματος». Εάν κάποιος είναι δύσπιστος έναντι της κομμουνιστικής Ουμανιτέ στην κριτική της στην ελληνική κυβέρνηση της εποχής, υπάρχει το αδιαμφισβήτητο γεγονός όταν η κυβέρνηση Καραμανλή ήθελε –και κατάφερε μέσω Αρείου Πάγου- να απαλλάξει μονοκοντυλιά 104 σημαντικούς συνεργάτες της επταετίας.

Στις δε δίκες των πρωταιτίων του πραξικοπήματος απαλλάχτηκαν οριστικά 114 κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Χούντας (όπως Σπύρος Μαρκεζίνης, Ανδρουτσόπουλος, ο Κόλλιας), διότι η κυβέρνηση δεν ήθελε να «διαιωνιστούν τα πάθη». Έτσι, οι 5 στους 6 ηγέτες της επταετίας μείνανε ατιμώρητοι. Ως κερασάκι στην τούρτα, επί κυβερνήσεων Καραμανλή, η Ασφάλεια εξακολουθούσε να παρακολουθεί τον μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, όπως αποκαλύφθηκε πρόσφατα από απόρρητο έγγραφο της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας του 1977.