ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Κατηφορίζοντας τη λεωφόρου Σχιστού, το βιομηχανικό Θριάσιο Πεδίο απλώνεται μπροστά σαν ένα απόκοσμο τοπίο. Οσο πλησιάζεις προς την Ελευσίνα και τη Μάνδρα, νιώθεις την ατμόσφαιρα πιο βαριά - και ας μη βλέπεις φλόγες. Αντικρίζεις μια εικόνα θολή, με κατά τόπους αχνά γκρίζα σύννεφα καπνού να ξεπετάγονται στο βάθος από τα βουνά, ενώ τα μάτια αρχίζουν να τσούζουν.
Χθες νωρίς το πρωί τα οριοθετημένα μέτωπα της Δυτικής Αττικής, της Βοιωτίας και στα χωριά κοντά στο Λουτράκι άφηναν μια χαραμάδα αισιοδοξίας ότι ο εφιάλτης πέρασε. Μετά από τρεις μέρες μάχης με τις φλόγες ξεκινούσε χθες ο απολογισμός της καταστροφής: δεκάδες καμένα σπίτια, δεκάδες χιλιάδες καμένα στρέμματα δάσους, ανυπολόγιστη ζημιά στο περιβάλλον, αγωνία για το μέλλον όλου του Λεκανοπεδίου.
Στη Μάνδρα -μια περιοχή σχεδόν συνώνυμη της καταστροφής- έξι χρόνια μετά τις φονικές πλημμύρες, η φωτιά έφτασε πολύ κοντά, χωρίς να μπει στο εσωτερικό της πόλης, κατέκαψε όμως σπίτια και δεκάδες οικόπεδα στην περιοχή της Νέας Ζωής. Αρκετοί πέρασαν τα τελευταία βράδια στις αυλές των σπιτιών τους. Χθες άνοιξε για πρώτη μέρα η κάθοδος από την Οινόη προς τη Θήβα. «Αυτή η περιοχή μοιάζει καταραμένη. Εδώ που βλέπετε τώρα τα καμένα δένδρα και τους πεσμένους στύλους της ΔΕΗ, είχαν χάσει τη ζωή τους οι άνθρωποι το 2017. Είναι δεδομένο πως θα έχουμε νέες πλημμύρες, παρότι έχουν γίνει κάποια έργα» φοβάται ένας κάτοικος που συναντάμε στον δρόμο.
Ανηφορίζουμε προς τις πληγείσες περιοχές: Αγιος Χαράλαμπος, Παλαιοχώρι, Θέα, Πουρνάρι. Από τη μια πλευρά του δρόμου, ανατολικά προς Δερβενοχώρια, εικόνες ολικής καταστροφής, σαν να είσαι σε κρατήρα ηφαιστείου με τους καπνούς να βγαίνουν από το έδαφος. Από την άλλη πλευρά, πυκνό πράσινο που σώθηκε σαν από θαύμα. «Δεν ξέρω πώς σωθήκαμε. Αεροπλάνα είδαμε ελάχιστα τις πρώτες μέρες, όλη η δουλειά έγινε από τα επίγεια μέσα. Να είναι καλά και οι Ρουμάνοι πυροσβέστες, η συμβολή τους ήταν καθοριστική» λέει η Μαρία, εργαζόμενη σε φούρνο στην Παλαιοκούνδουρα.
Οι κάτοικοι εδώ είναι σε επιφυλακή. Ξέρουν ότι ο κίνδυνος δεν έχει περάσει, καταβρέχουν αυλές και σπίτια και έχουν τα λάστιχα έτοιμα. Η πυρκαγιά ξεκίνησε το απόγευμα της Δευτέρας μέσα στο δάσος, στα 15 μέτρα μακριά από αγροτοδασικό δρόμο, νότια του χωριού Πάνακτος Βοιωτίας, για να εξαπλωθεί προς τα νότια πολύ γρήγορα. Από νωρίς χθες στην περιοχή επιχειρούσαν πάνω από 5 αεροσκάφη και άλλα τόσα ελικόπτερα τα οποία ενισχύθηκαν μέσα στη διάρκεια της ημέρας. Οι ρίψεις του νερού γίνονταν κοντά στο σημείο έναρξης της πυρκαγιάς στα βόρεια προς τα Δερβενοχώρια. Στον δρόμο συναντάμε πολλές υδροφόρες, πυροσβεστικά οχήματα, πυροσβέστες που περιπολούν, συνεργεία του ΔΕΔΔΗΕ που δουλεύουν ασταμάτητα.
«Ηταν μια κόλαση»
Λίγο πριν από την Οινόη στο πεδινό χωριό Πουρνάρι πολλοί έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και δεν έχουν γυρίσει. Εδώ έμεναν μόνιμα 25 οικογένειες. Μερικά σπίτια παραμένουν άθικτα ενώ τα διπλανά τους έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Ο Δημήτρης και η Παρασκευή Τσαπουρνή μένουν εδώ μόνιμα τα τελευταία 30 χρόνια. Ηταν τυχεροί. «Ηταν μια κόλαση. Τη Δευτέρα εμείς εδώ δεν είδαμε κανένα μέσο πυρόσβεσης» λένε. Ο κ. Τσαπουρνής έχει μαζί του πάντα τα κιάλια και κάθε μέρα εποπτεύει τη γύρω περιοχή. Εχει μάθει να ζει με τις φωτιές. «Κατά τις 5 η ώρα, βλέπουμε καπνούς από τα Δερβενοχώρια. Παίρνω την Πυροσβεστική, τίποτα, καμία απάντηση. Αλλοι γείτονες βλέποντας τη φωτιά φύγανε γιατί έχουν σπίτι να μείνουν στην Αθήνα. Παίρνω ξανά το 199, είδαμε και φλόγες, πήραμε και την αστυνομία. Καμία απάντηση», λέει. Το βράδυ της Δευτέρας προς Τρίτη έμειναν ξύπνιοι έξω από το σπίτι έχοντας φορτώσει τα απολύτως απαραίτητα στο αυτοκίνητο έτοιμοι να εγκαταλείψουν την περιοχή.
Είχαν προλάβει να καθαρίσουν την αυλή, να καταβρέξουν μαζί με άλλους όσα σπίτια πρόλαβαν και να κλαδέψουν και τα ξερά χόρτα της αυλής του γείτονα, που έλειπε. Την επομένη η φωτιά μπήκε στο χωριό, έφτασε 50 μέτρα από το σπίτι, τα περιπολικά ήρθαν έγκαιρα ουρλιάζοντας: «“Φύγετε τώρα, κινδυνεύετε” μας είπαν. “Πού πάμε;” τους λέω. “Μάνδρα”. “Θέλω να πάω Θήβα”, απαντώ. “Οχι, δεν θα πας, τέλος”», λέει ο κ. Τσαπουρνής. Οι αστυνομικοί τούς είπαν να κατευθυνθούν προς τη Μάνδρα, εκεί όπου όμως υπήρχαν ενεργά μέτωπα. Οι ίδιοι ήθελαν να φύγουν προς Θήβα σε έναν πολύ πιο ασφαλή δρόμο. Στο μυαλό τους είχαν το Μάτι και τον ρεαλιστικό κίνδυνο να εγκλωβιστούν στον δρόμο, ο οποίος λίγη ώρα αργότερα έκλεισε. Δεν υπάκουσαν ακριβώς τις οδηγίες, φόρτωσαν τα σκυλιά τους, τα φάρμακα για την καρδιά και τον διαβήτη και πέρασαν μαζί με άλλους συντοπίτες τους 15 ώρες σε ένα ασφαλέστερο -θεωρητικά- σημείο πάνω στον κεντρικό δρόμο, κάτω από ένα θεόρατο πουρνάρι που στέκει εκεί μόνο του. «Οι εθελοντές που ήρθαν εδώ έκαναν τεράστια δουλειά, πολλά νέα παιδιά με δεξαμενές νερού, έσωσαν την κατάσταση, μαζί βέβαια με τους πυροσβέστες και τα οχήματα. Τα δύο Καναντέρ που ήρθανε κάνανε από μία ρίψη το απόγευμα και φύγανε» λέει το ηλικιωμένο ζευγάρι με ανακούφιση. Θεωρoύσαν ότι τα δύσκολα είχαν περάσει. Στα Δερβενοχώρια πάνω από 95.000 στρέμματα δάσους είχαν καεί μέχρι χθες το μεσημέρι.
Στις 12 το μεσημέρι στην εθνική οδό μετά τα Μέγαρα δεν φαίνονταν καπνοί από το μέτωπο της Καλλιθέας κοντά στο Λουτράκι. Η εικόνα αλλάζει ριζικά στον στενό επαρχιακό δρόμο προς τους οικισμούς Ειρήνη και Πευκιά. «Δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα όρθιο, θα φρίξετε» μας προειδοποιεί υπάλληλος της ΕΥΔΑΠ που προσπαθεί να επαναφέρει την παροχή νερού. Το χωριό Ειρήνη έχει σχεδόν ισοπεδωθεί. Οι κάτοικοι, που είχαν εκκενώσει την περιοχή τη Δευτέρα, επέστρεψαν χθες. Συναντάμε έξω από το κατεστραμμένο σπίτι του έναν απογοητευμένο ηλικιωμένο κάτοικο. Χαμογελά πικρά: «Δεν βγαίνουν οι λέξεις, προφανώς θα φύγω από το χωριό. Πού να μείνω; Δεν έχει μείνει τίποτα». Παραπέρα, εργαζόμενοι του ΔΕΔΔΗΕ προσπαθούν να επανασυνδέσουν το ρεύμα.
«Νερό και ρεύμα από τη Δευτέρα το μεσημέρι δεν έχουμε». Η κυρία Γιάννα, ανήσυχη στην αυλή της, κρατάει ένα σκουπόξυλο και σπρώχνει αποκαΐδια μακριά από την πόρτα της. Η κάπνα έχει ποτίσει τους τοίχους μέσα. Η πυρκαγιά έφτασε κοντά στο σπίτι της όταν κοιμόταν: «Ξύπνησα από τα αεροπλάνα που ακούγονταν από πάνω μας. Βγήκα από το σπίτι και η φωτιά ήταν εδώ. Η Πυροσβεστική ήρθε αμέσως, όλος ο κόσμος κοιμόταν εκείνη την ώρα και κανείς μας δεν κατάλαβε πότε συνέβη. Οι πυροσβέστες μάς διώξανε. Φώναζαν “θα καείτε ζωντανοί”». Η ίδια ήταν τυχερή. Τα δύο διπλανά σπίτια κάηκαν ολοσχερώς. Μας δείχνει το καμένο πεύκο στην αυλή της: «Μόνο αυτό εδώ κάηκε, στεναχωρήθηκα όμως. Δεν θα φτιάξει ξανά. Ο ίσκιος του κάλυπτε όλη την αυλή».
Κάρβουνο παντού
Στον οικισμό Ειρήνη ζούσαν περίπου 50 μόνιμοι κάτοικοι και πάνω από 20 έχασαν τα σπίτια τους. Τις τελευταίες μέρες οι περισσότεροι μένουν σε ένα ξενοδοχείο έξω από το Λουτράκι που έχει μισθώσει ο δήμος, «μέχρι να φτιάξει η κατάσταση» λένε. Πώς φτιάχνει αυτή η κατάσταση όμως; Εδώ η ζωή μοιάζει να έχει φύγει. Η ζέστη είναι ανυπόφορη, κάρβουνο παντού και άπειρες μύγες να κολλάνε επιθετικά πάνω σου, το μόνο ίχνος πανίδας.
«Δεκαπέντε σπίτια κάηκαν ολοσχερώς» εξηγεί ο Αλέξανδρος Κωτσάκης, πρόεδρος του συλλόγου κατοίκων της Ειρήνης. «Ηρθε σήμερα κλιμάκιο από τον δήμο για να καταγράψει τις ζημιές και να δρομολογηθούν οι αποζημιώσεις. Οσοι μένουμε μόνιμα εδώ φροντίζουμε τα σπίτια μας και έτσι δεν έπαθαν κάτι από τη φωτιά. Αλλοι που δεν μένουν εδώ μόνιμα είχαν πολλά ξερόχορτα, μπήκε η φωτιά μέσα, καταστράφηκαν» παρατηρεί. Οι κάτοικοι αναμένουν άμεσα τις αποζημιώσεις και ζουν με τον φόβο για πλιάτσικο σε ό,τι έχει μείνει από τις περιουσίες και τις αναμνήσεις τους.
Στον δρόμο της επιστροφής προς Αθήνα, λίγο πριν από τις 4 το μεσημέρι, ένα τεράστιο σύννεφο μαύρου καπνού από νέες αναζωπυρώσεις υψώνεται εκ νέου πάνω από την ευρύτερη περιοχή της Μάνδρας, σημαίνοντας νέο συναγερμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου