Η προδοσία δεν επέτρεψε σε κανένα μηχανισμό άμυνας ν’ αντιδράσει στην τουρκική εισβολή. Αυτό ήταν ξεκάθαρο και φάνηκε στο αποτέλεσμα. Δυνατότητες υπήρχαν, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν.

Το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) αιφνιδιάστηκε με την εισβολή, παρά το γεγονός ότι γνώριζε την κίνηση του εχθρικού αποβατικού στόλου, και η τουρκική αεροπορία προσέβαλε διάφορους στρατηγικούς στόχους από τις 05:20, όταν άρχισε η απόβαση στρατευμάτων (φωτογραφία, επάνω, από philenews.com) στις ακτές της Κερύνειας και διενεργούνταν ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή της Λευκωσίας.

Απέτυχε η επιστράτευση

Στις 06:00 κηρύχτηκε γενική επιστράτευση. Σύμφωνα με την έκδοση του ΓΕΕΦ, που τελικώς αποφασίσθηκε να μην κυκλοφορήσει, «Στρατιωτικά διδάγματα των επιχειρήσεων στην Κύπρο- 20 Ιουλίου -17 Αυγούστου 1974», η επιστράτευση παρά την αθρόα προσέλευση των εφέδρων, στο σύνολό της απέτυχε για τους παρακάτω λόγους:

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κύπρος, 20 Ιουλίου 1974: Η έναρξη της εισβολής, η κορύφωση της προδοσίας

1. Κηρύχθηκε μετά την εκδήλωση της εχθρικής επίθεσης και κατά τη διάρκεια σφοδρών αεροπορικών προσβολών.

2. Οι έφεδροι, λόγω της ανακοίνωσης για Γενική Επιστράτευση που κηρύχθηκε μέσω των ΜΜΕ (ΡΙΚ), η οποία ανέφερε «να προσέλθουν στις πλησιέστερες Μονάδες», κατατάχθηκαν ανεξαρτήτως Οπλου – Σώματος στην κοντινότερη με τον τόπο διαμονής τους Μονάδα.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί έφεδροι να ενταχθούν σε Μονάδες που δεν γνώριζαν τον οπλισμό τους, ήταν εκτός των οργανογραμμάτων και εντελώς άσχετοι. Αλλά το πιο σοβαρό επακόλουθο ήταν ότι άλλες Μονάδες συμπληρώθηκαν με υπεράριθμο προσωπικό, ενώ άλλες δεν κατέταξαν ούτε 100 εφέδρους, γράφει ο Κώστας Βενιζέλος.

3. Η διασπορά των Μονάδων και του υλικού δεν διεκπεραιωνόταν έγκαιρα. Οι έφεδροι μετέβαιναν στους χώρους διασποράς, ενώ το υλικό των επιστρατευομένων Μονάδων βρισκόταν εντός των αποθηκών στα στρατόπεδα.

Ελλείψεις υλικού

4. Υπήρχαν ελλείψεις υλικού σε μεγάλο αριθμό επιστρατευμένων Μονάδων. Εξι από τα επιστρατευόμενα Τάγματα Πεζικού στερούντο οπλισμού. Στις Μονάδες που δεν διέθεταν οπλισμό, χορηγήθηκαν και κυνηγετικά όπλα. 

5. Η μη αναγραφή στο Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης των εφέδρων του πραγματικού τίτλου της Μονάδας μαζί με τον συμβατικό οδήγησε τους περισσότερους εφέδρους σε άλλες Μονάδες.

6. Το σύνολο, σχεδόν, των Διοικητών των επιστρατευόμενων Μονάδων ήταν βασικοί επιτελείς στο ΓΕΕΦ, στις Ανώτερες Τακτικές Διοικήσεις και στα Τακτικά Συγκροτήματα.

7. Η επιστράτευση στην ΙΙΙ ΑΤΔ απέτυχε παταγωδώς. Ολόκληρο Τάγμα (371ΤΠ) με έδρα τη Λευκωσία, λόγω μη ύπαρξης διοικητή, οπλισμού και λοιπών υλικών, δεν επιστρατεύτηκε ούτε μετακινήθηκε στην περιοχή της.

8. Η μη παρουσίαση των καθορισθέντων Διοικητών των Ταγμάτων Επιστράτευσης με διάφορες προφάσεις, είχε ως αποτέλεσμα την ανάληψη των διοικήσεων από αξιωματικούς χωρίς πείρα και χωρίς την ύπαρξη ούτε ενός άλλου μόνιμου αξιωματικού.

9. Λόγω του αιφνιδιασμού και της αποτυχίας της επιστράτευσης επιδιώκονταν λύσεις της στιγμής.

10. Διοικήσεις φάνηκαν περισσότερο του δέοντος διστακτικές, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν την κατάσταση με θάρρος και τόλμη, όπως όφειλαν να πράξουν.

11. Εξαιτίας της γενικής σύγχυσης, τα επιστρατευθέντα (Μονάδες, τμήματα) οδηγήθηκαν κατευθείαν στη μάχη χωρίς καμία προετοιμασία, δεν κατάφεραν να βελτιώσουν τη μαχητική τους ικανότητα ούτε καν την οργάνωσή τους και ν’ αποδώσουν το έργο που αναμενόταν.

12. Η δύναμη της Εθνικής Φρουράς, καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, δεν ξεπέρασε τις 26.000, ενώ η προβλεπόμενη οροφή ήταν 39.000.

Οπλισμός σε παράνομους

Οπλισμός υπήρχε, πλην όμως αρκετός βρισκόταν στα χέρια των παράνομων ομάδων, που έμεναν μακριά από το μέτωπο του πολέμου. Στη συγκεκριμένη έκδοση αναφέρεται πως το ΓΕΕΦ διέταξε, σε αντίθεση κάθε έννοιας λογικής, το 281ΤΠ και 286 ΜΤΠ να κινηθούν, χωρίς να ληφθούν μέτρα προστασίας της φάλαγγας, προς Κερύνεια το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974, με αποτέλεσμα να δεχθούν αεροπορική προσβολή και μεγάλο μέρος τους να καταστραφεί, και να φτάσουν στην περιοχή Καραβά – Κερύνειας τα υπολείμματά τους.

Το ΓΕΕΦ, ενώ έγκαιρα ξεκαθάρισε ότι η απόβαση θα πραγματοποιείτο στις ακτές τις Κερύνειας, δεν προσανατόλισε τις δυνάμεις του για να είναι σε θέση ν’ αποκρούσει την κύρια αυτή εχθρική ενέργεια και επέμενε στην υλοποίηση του αρχικού σχεδίου του, που προέβλεπε την Κύρια Αμυντική Προσπάθεια στην Αμμόχωστο.

Το ΓΕΕΦ σπατάλησε εξαρχής τις δυνάμεις του σ’ έναν αγώνα εκκαθαρίσεως των εσωτερικών διάσπαρτων σε όλη την Κύπρο τουρκοκυπριακών θυλάκων, εμπλέκοντας το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων Μονάδων Πεζικού εντός των κατοικημένων τόπων και δεν επικεντρώθηκε στην πηγή του προβλήματος, που ήταν το Προγεφύρωμα (Π/Γ).

Η ακτή αποβάσεως που επιλέγηκε από τις Τουρκικές Ενοπλες Δυνάμεις επέτρεπε την προσέγγιση μόνο δύο αποβατικών πλοίων, με αποτέλεσμα η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων να προχωρά με βραδύ ρυθμό.


Η Λευκωσία υπήρξε επιλεγμένος στόχος των εισβολέων με θύματα άοπλους πολίτες, καταστροφές σε σχολεία, κατοικίες και νοσοκομεία

Το ΓΕΕΦ, τόσο στην 1η Φάση όσο και στη 2η Φάση της εισβολής, δεν χρησιμοποίησε συγκεντρωτικά τα άρματα μάχης της 23 ΕΜΑ, αλλά τα διέθεσε κατά Ομάδα (1-2 άρματα), κατά Ουλαμό και στην καλύτερη περίπτωση κατά Ιλη. Ο κατακερματισμός των αρμάτων και κατά συνέπεια των δυνατοτήτων τους είχε ως αποτέλεσμα σε καμία μάχη να μην ήταν σε θέση να πετύχουν αποφασιστικό αποτέλεσμα…

Για την Αμμόχωστο

Οπως αναφέρεται στην έκδοση «Στρατιωτικά διδάγματα των επιχειρήσεων στην Κύπρο- 20 Ιουλίου-17 Αυγούστου 1974», η πόλη της Αμμοχώστου εγκαταλείφθηκε αδικαιολόγητα. Η ύπαρξη αμέσως δυτικά αυτής των Αγγλικών Βάσεων Δεκέλειας θα μπορούσε με έγκαιρη και κατάλληλη προπαρασκευή και να αμυνθεί για ικανό χρόνο και τελικά να διατηρηθεί, δεδομένου ότι αποδείχθηκε και στην πράξη πως οι Τούρκοι απέφευγαν αγώνα σε κατοικημένες περιοχές.

Η δικαιολογία ότι η ΕΦ δεν είχε στη διάθεσή της αξιόμαχες Μονάδες δεν είναι αποδεκτή. Το ΓΕΕΦ θα μπορούσε, παρά να συμπτύξει τις Μονάδες πέραν της Λάρνακας, να τις συγκεντρώσει στην πόλη της Αμμοχώστου.

Σημειώνεται πως η πόλη της Αμμοχώστου μπορούσε να μην είχε περιέλθει στον εχθρό, δεδομένου ότι αυτός απέφευγε τον αγώνα εντός κατοικημένων περιοχών και διότι οι εχθρικές ενέργειες δεν θα ήταν συνεχείς και παρατεταμένες και θα διακρίνονταν από διστακτικότητα.

Θ’ απαιτείτο η πρόβλεψη έγκαιρης διάθεσης κατάλληλων Μονάδων για την άμυνα της πόλης, οι οποίες θα παρέμεναν στη θέση τους ανεπηρέαστες και δεν θα υφίσταντο τις συνέπειες της άτακτης υποχώρησης των συμπτυσσόμενων μονάδων Διοίκησης Ανατολικού Τομέα. Τίποτε όμως σχετικό δεν προβλέφθηκε.

Η εκεχειρία δεν ίσχυσε

Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε την κατάπαυση του πυρός. Οι Αττίλες, μη έχοντας ολοκληρώσει τους σχεδιασμούς τους, αφού δεν κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το τουρκοκυπριακό χωριό Λουρουτζίνα, παραβίασαν ανενόχλητα τη συμφωνία και συνέχισαν τις επιθετικές ενέργειές τους.

Οπως αναφέρεται, η άτακτη σύμπτυξη των ανατολικά της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου Μονάδων, εξαιτίας και της ανάμιξής τους με το κύμα των προσφύγων, επέφεραν την πλήρη διάλυσή τους στην περιοχή της Λάρνακας, όπου και προκλήθηκε κρίσιμη κατάσταση.

Απούσα η Ελλάδα

Στην έκδοση «Στρατιωτικά διδάγματα των επιχειρήσεων στην Κύπρο, 20 Ιουλίου-17 Αυγούστου 1974», αναφέρεται ότι η ενίσχυση της ΕΦ για αντιμετώπιση της τουρκικής εισβολής από πλευράς Ελλάδας περιορίστηκε στην αποστολή της 1ης Μοίρας Καταδρομών στις 22 Ιουλίου 1974.

Η προσβολή του αποβατικού στόλου από υποβρύχια του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και από αεροσκάφη της Αεροπορίας δεν εφαρμόστηκαν. Τα υποβρύχια, ενώ έπλεαν προς τον χώρο της απόβασης, ανακλήθηκαν δύο φορές.

Τα αεροσκάφη ενώ έλαβαν διαταγές να προσβάλουν το τουρκικό Π/Γ, δεν την εκτέλεσαν, αφού ακυρώθηκαν. Το πλοίο που μετέφερε ενισχύσεις και ελληνοκύπριους εθελοντές, ενώ εκινείτο στα ανοιχτά της Πάφου, ανακλήθηκε και μετέβη στη Ρόδο το βράδυ μεταξύ της 22ης και 23ης Ιουλίου. 

Στην περίοδο της εκεχειρίας, 23 ολόκληρες ημέρες, παρά τις μακρές συζητήσεις για ενίσχυση της μαχόμενης Κύπρου, ακυρώθηκε η αποστολή ενισχυμένης Μεραρχίας. Περαιτέρω, ο πραξικοπηματίας χουντικός ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης και άλλοι έλληνες αξιωματικοί της ΕΦ την περίοδο της εκεχειρίας ζήτησαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Αλλωστε μπορούσαν να πουν ότι «αποστολή εξετελέσθη». Στις 6 Αυγούστου αφίχθηκε στην Κύπρο ο υποστράτηγος Ευθύμιος Καραγιάννης σε αντικατάσταση του Μιχαήλ Γεωργίτση, ο οποίος βρήκε την ΕΦ σε κατάσταση πλήρους αποδιοργάνωσης.

Στη 2η Φάση της εισβολής, από 14 μέχρι 16 Αυγούστου 1974, η πρόθεση για αποστολή της ελληνικής Αεροπορίας ματαιώθηκε. Ετσι, η Κύπρος, σημειώνεται, εγκαταλελειμμένη στις ορδές του Αττίλα υπέκυψε στο μοιραίο.

Είναι σαφές πως παρά την προδοσία, την έλλειψη σχεδιασμού, οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς, κυρίως επειδή οι οπλίτες γενικά επέδειξαν θάρρος και αποφασιστικότητα, ο εχθρός, που ήλθε για περίπατο αντιμετώπισε δυσκολίες. Αυτά, όμως, δεν ήταν αρκετά για ν’ αποτρέψουν την εισβολή και στη συνέχεια την προέλαση των εχθρικών δυνάμεων.

«Να μην χάσουμε καιρό»

«Δεν υπάρχει πια λόγος για να μην επέμβει στρατιωτικά η Τουρκία. Σώθηκαν τα προσχήματα πρέπει να μην χάσουμε καιρό».

Αυτά είχε αναφέρει ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας, Μπουλέντ Ετζεβίτ μόλις ενημερώθηκε για το πραξικόπημα στην Κύπρο. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας συγκάλεσε ευρεία σύσκεψη, στην οποία συμμετείχαν οι υπουργοί Αμυνας και Εσωτερικών, οι Αρχηγοί των Οπλων και άλλοι παράγοντες.

Αυτή τη στιγμή την περίμεναν καιρό, προετοιμάζονταν για χρόνια και πιο συστηματικά τους τελευταίους μήνες πριν από εκείνο τον Ιούλιο. Το επόμενο βήμα δεν ήταν μακριά. Την επόμενη ημέρα, στο Τουρκικό Γενικό Επιτελείο, ο τούρκος πρωθυπουργός υπέγραψε τη διαταγή της εισβολής και την παρέδωσε στους στρατιωτικούς.

Η απόφαση ελήφθη, από εκεί και πέρα ο πρωθυπουργός της Τουρκίας ανέλαβε το διπλωματικό μέρος να κατευνάσει οποιεσδήποτε αντιδράσεις.

Οπως αναφέρεται σε έγγραφα, που κατέγραψαν το παρασκήνιο εκείνων των ημερών, κύριο επιχείρημα της τουρκικής προπαγάνδας ήταν ότι η επιχείρηση θα είναι «ειρηνική» και θα στόχευε στην «αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης», την οποία ανέτρεψε η Ελλάδα που ήταν εγγυήτρια χώρα.

Αυτό το… επιχείρημα δεν ίσχυσε ποτέ και στη συνέχεια παραβιάστηκε και από την ίδια την Αγκυρα. Στις 19 Ιουλίου και τυπικά δόθηκε από τον Ετζεβίτ το πράσινο φως για ν’ αρχίσει η εισβολή στις 20 Ιουλίου. Το σχέδιο επίθεσης είχε ανατεθεί στη 2η Στρατιά. 

Ο τούρκος στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, ο οποίος ήταν ο διοικητής 39ης Μεραρχίας Πεζικού, κράτησε ημερολόγιο, το οποίο δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Τζουμχουριέτ, από τις 17.7.1989.

Σύμφωνα με τον στρατηγό θεωρείτο οριστικό ότι η 39η Μεραρχία θα έκανε απόβαση στην Κύπρο. Βασικά η 39η Μεραρχία δεν θεωρείτο έτοιμη με κάθε σημασία για να πραγματοποιήσει υπεράκτιο πόλεμο.

Σοβαρές ανησυχίες και φόβοι

Υπήρχαν μερικές ελλείψεις από πλευράς προσωπικού, οπλισμού και αναγκαίων μέσων. Τα αποσπάσματα, που ήταν αναγκασμένα να παραμείνουν στις φρουρές και τα στρατόπεδα, μείωναν την πραγματική δύναμη των μονάδων. Αυτή η κατάσταση άφηνε ένα σημαντικό κενό στην 39η Μεραρχία.

Οταν οριστικοποιήθηκε ότι η 39η Μεραρχία θα αναχωρήσει κατά ομάδες για τη Μερσίνα και Alata και μετά θ’ αποβιβαστεί στην Κύπρο, ορισμένα άτομα άρχισαν να καταλαμβάνονται από σοβαρές ανησυχίες και φόβους.

Μερικοί αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες διακατέχονταν από τόσο πολύ φόβο, που δεν μπορούσαν ν’ αντιληφθούν καλά τις διαταγές.

Υπήρχε προσωπικό, που ήλθε στη Μερσίνα, χωρίς να πάρει καλά-καλά την ατομική εξάρτυση. Στ’ αυτοκίνητα φορτώθηκαν πράγματα άχρηστα για πόλεμο. Αυτά ήταν ορισμένα πράγματα που χρησιμοποιούνταν για ασκήσεις. Τα περισσότερα από αυτά που δεν χρειάζονταν ξεφορτώθηκαν.

Στα οχήματα φορτώθηκαν κυρίως, νερό, καύσιμα, πολεμοφόδια και τροφή… Η μέρα της απόβασης κρατείτο μυστική. Οι μονάδες θα μπορούσαν να περίμεναν για μήνες όπως και σε προηγούμενες ασκήσεις καθώς και το 1967….

Θεωρήθηκε ωφέλιμο όπως οι διοικητές κάνουν σύντομες ομιλίες για ανύψωση του ηθικού στα στρατόπεδα κατά την αναχώρηση. Εκανα μια τέτοια ομιλία σε πλήθος από αξιωματικούς στο δασύλλιο της Alata.

Αντιμετώπισαν δυσκολίες

Ο Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ παραδέχεται ότι οι τουρκικές δυνάμεις αντιμετώπισαν δυσκολίες. «Εν μέρει είχαμε δίκαιο γι’ αυτούς μας τους φόβους. Ο εχθρός δεν ήταν αποτελεσματικός στη θάλασσα και τον αέρα.

»Ομως λόγω της μικρής αντίστασης που πρόβαλε ο εχθρός στην ξηρά και ειδικά στην παράκτια λωρίδα, η ταξιαρχία Camkak, με διαταγή που στάλθηκε στην 2η στρατιά και ακολούθως στο 6ο Σώμα Στρατού, παρέμεινε στην παράκτια λωρίδα. 

Η ταξιαρχία Camkak, με διαταγή που αναχώρησε από την Μερσίνα, ακολούθησε πορεία προς το Ακρωτήριο της Καρπασίας και μετά γύρισε προς τις ακτές της Κερύνειας. Η κίνηση αυτή προκάλεσε σύγχυση στις ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Γι’ αυτό η Ε.Φ., που ήταν κατανεμημένη σ’ όλο το νησί λόγω του πραξικοπήματος, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το πρώτο κύμα των τουρκικών αποβατικών δυνάμεων.

Τα νέα από την Κύπρο μέχρι το βράδυ της 20ής Ιουλίου δεν ήταν καλά. Τα πρώτα κύματα της Ταξιαρχίας Camkak αποβιβάστηκαν στην ακτή μετά τις 8.00 το πρωί χωρίς εχθρικά πυρά.

Ομως ο εχθρός μετά το τρίτο κύμα, άρχισε να συγκεντρώνει στην παραλία πυρά πυροβολικού και όλμων και έτσι η ομάδα μάχης του 50ού Συντάγματος Πεζικού αναγκάστηκε να αποβιβαστεί χωρίς πρόγραμμα.

Δεν υπήρχε επικοινωνία

Το γεγονός ότι στην παραλία δύο μόνο σκάφη μπόρεσαν να προσεγγίσουν και τ’ άλλα αναγκάστηκαν να περιμένουν στ’ ανοικτά, καθώς επίσης και η εκφόρτωση των πλοίων Ertugrul και Koycagis στα αποβατικά μέσα, αποτελούσαν τα προβλήματα που επηρέαζαν την απόβαση.

Δεν μπορούσε να γίνει σύνδεση του διοικητή της Ταξιαρχίας Camkak, που βρίσκονταν στο Ertugrul με τις μονάδες που αποβιβάστηκαν.

Μέχρι το μεσημέρι όλες οι δυνάμεις βγήκαν στη ξηρά αλλά δεν κατέστη δυνατό να διατηρήσουν μια ζώνη ασφαλείας στην ακτή και να προχωρήσουν στο βάθος. Δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των δυνάμεων. Οι διοικήσεις των από αέρος και θαλάσσης αποβατικών δυνάμεων δεν είχαν καμία επικοινωνία μεταξύ τους.

Ο διοικητής του 6ου Σώματος Στρατού, στρατηγός, Ερσίν, ο οποίος ήλθε την 20ή Ιουλίου δεν μπορούσε να υπολογίσει πού βρισκόταν το καθορισμένο σημείο της παραλίας.

….Ο διοικητής του 50ού Συντάγματος, Συνταγματάρχης Καραογλάνογλου, σκοτώθηκε στην παραλιακή λωρίδα, ο δε υποδιοικητής του Συντάγματος, Aykon τραυματίσθηκε σοβαρά και το χειρότερο, σύμφωνα με το ελληνικό ραδιόφωνο, οι τουρκικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην παραλιακή λωρίδα υπέστησαν βαριά ήττα.

Εμείς μέχρι το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου μόνο 7 σκάφη μπορέσαμε να ετοιμάσουμε στο στρατιωτικό λιμάνι της Μερσίνας. Ορισμένα από αυτά τα σκάφη είχαν πάει στην Κύπρο, ξεφόρτωσαν και επέστρεψαν.

… Η 22η Ιουλίου ήταν πολύ σημαντική. Τα πλοία προσέγγιζαν δύο-δύο και ξεφόρτωναν… Τα πυρά του εχθρού σποραδικά αλλά εύστοχα…».