Ενα ζήτημα που υποβόσκει εδώ και πάνω από μία δεκαετία, με κορυφαία στιγμή τα γεγονότα του 2020 στον Εβρο, είναι οι απόπειρες καταπολέμησης του «υβριδικού» εσωτερικού εχθρού μέσω παραστρατιωτικών ομάδων συγκροτημένων από πολίτες που σπεύδουν να βοηθήσουν τις επίσημες αρχές, αναλαμβάνοντας να διεκπεραιώσουν όσα δεν μπορούν -λόγω θεσμικών καταναγκασμών- να κάνουν αυτές οι τελευταίες. Οπως και σε τόσες άλλες πτυχές του «επιτελικού» μας κράτους, έτσι και εδώ οι σχετικές πρωτοβουλίες αντλούν την έμπνευσή τους από συγκεκριμένα υποδείγματα του περασμένου αιώνα. Ο λόγος για τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ), έναν από τους βασικούς πυλώνες του μετεμφυλιακού κράτους των εθνικοφρόνων.
Οι εμφυλιοπολεμικές ρίζες
Η συγκρότηση ειδικών μονάδων από ένοπλους πολίτες, επιφορτισμένους με την επιβολή της δημόσια τάξης και την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος, δεν ήταν βέβαια ιδέα αποκλειστικά των μεταπολεμικών χρόνων. Αυτό που έκανε την ποιοτική διαφορά στην περίπτωση των ΤΕΑ ήταν η έκταση, η μονιμότητα και ο θεσμικός χαρακτήρας του φαινομένου, που επέβαλε συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής ασφυξίας στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής υπαίθρου. Γεγονός καθόλου άσχετο φυσικά με τη γέννησή του σώματος στη διάρκεια μιας μετωπικής σύγκρουσης, όπως ο Εμφύλιος του 1946-1949.
Η αρχή έγινε τον Οκτώβριο του 1946 με την οργάνωση από το ΓΕΣ των Μονάδων Αυτασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ). Σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες του ΥΠΕΘΑ, Πέτρου Μαυρομιχάλη, αποστολή τους ήταν η φρούρηση των μετόπισθεν, ο εφοδιασμός του στρατού με οδηγούς και υποζύγια, η «παροχή ενόπλου συνδρομής εις τα κινητά αποσπάσματα του Στρατού ή της Χωροφυλακής», πάνω απ’ όλα όμως η ασφυκτική επιτήρηση και εξουδετέρωση του εσωτερικού εχθρού: «συλλογή και παροχή πληροφοριών επί παντός προσώπου συνεργαζομένου με τας συμμορίας», «λήψις μέτρων προς απαγόρευσιν τροφοδοσίας και γενικών συντηρήσεως των συμμοριών», «έλεγχος παντός ξένου προς περιοχήν ατόμου κινουμένου διά ταύτης άνευ ειδικής αδείας της αρμοδίως εξουσιοδοτημένης Αρχής» κ.ο.κ. Εκτός από στρατιωτικά και αστυνομικά καθήκοντα, οι διοικητές τους είχαν, τέλος, «υποχρέωσιν και ευθύνην διά την διαφώτισιν όλων των κατοίκων της περιοχής των επί των αντεθνικών και ανελευθέρων τάσεων των αναρχοκομμουνιστών και της ανάγκης όπως σύσσωμος ο υγιώς σκεπτόμενος πληθυσμός αντιμετωπίζει την αντεθνικήν επαναστατικήν δράσιν αυτών» (Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «Αρχεία Εμφυλίου Πολέμου», Αθήνα 1998, τ.3, σ.71-77). Ως μαγιά χρησιμοποιήθηκαν οι ήδη υφιστάμενες ένοπλες αντικομμουνιστικές ομάδες της υπαίθρου, πολλές από τις οποίες είχαν κάνει την ίδια δουλειά στα χρόνια της Κατοχής για λογαριασμό των γερμανικών αρχών.
«Παρακολουθείς, χωρίς να γίνεται αντιληπτό, με δικούς σου ανθρώπους τις ύποπτες οικογένειες του Χωριού, δηλαδή αυτοαμυνίτες, συγγενείς συμμοριτών, αριστερούς κτλ;» | «Μνημόνιον διά μικρούς βαθμοφόρους ΤΕΑ» (1956)
Εναν χρόνο αργότερα, καθώς η χώρα βυθιζόταν πλέον στη μετωπική εμφύλια σύρραξη, τα ΜΑΥ καταργήθηκαν -τουλάχιστον στα χαρτιά- με απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης (17.9.1947). Τους λόγους τής «παμψηφεί» σχετικής απόφασης τους πληροφορούμαστε από τα αδημοσίευτα πρακτικά της σύσκεψης: «τα ΜΑΥ ουδέν προσέφερον δυστυχώς, αλλ’ απεναντίας κατήντησαν συμφορά και πληγή» επισήμανε ο πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης· ο υπουργός Αμυνας Γεώργιος Στράτος τόνισε πάλι πως «εις την περίπτωσιν καθ’ ην θα ενεκρίνετο υπό των Συμμάχων η συγκρότησις 50 χιλιάδων στατικού Στρατού, θα έδει να διαλυθούν αι οργανώσεις των ΜΑΥ […], διότι στοιχίζουν το 4πλάσιον παρ’ ότι στοιχίζει ο Στρατός» (Αρχείο ΔΙΣ, Φ.1021/Α/12, σ.2 & 6). Μετά τη σχετική έγκριση των συμμαχικών στρατιωτικών αποστολών, το ΓΕΣ διέταξε την αντικατάσταση των ΜΑΥ από Μονάδες Εθνοφρουράς Αμύνης (ΜΕΑ), η συνολική ισχύς των οποίων έφτασε το καλοκαίρι του 1949 τα 98 τάγματα με 100.000 ενόπλους. Περίπου 30 τάγματα ήταν «δημοσυντήρητα», υπάγονταν δηλαδή στις τοπικές στρατιωτικές διοικήσεις, αλλά απαρτίζονταν από «οπλίτας εθελοντάς, πληρωνομένους και συντηρουμένους υπό των Δήμων» (Γεώργιος Κοσμάς, «Ελληνικοί πόλεμοι», Αθήναι 1967, σ.403).
Γενικευμένη διαπίστωση της εθνικόφρονος (και δη της υπηρεσιακής) ιστοριογραφίας είναι πως από μαχητική άποψη η απόδοση αυτών των ένοπλων σχηματισμών υπήρξε πολύ κατώτερη των προσδοκιών που επενδύθηκαν στη δημιουργία τους. «Τελικώς παρετηρήθη ότι με όσην απροθυμίαν εδέχθησαν τα όπλα, με τόσην ευκολίαν και τα παρέδιδον εις τους αντάρτας εις την πρώτην προσβολήν των» διαβάζουμε στην πρώτη σοβαρή εξιστόρηση του Εμφυλίου από κρατικής πλευράς. «Λόγω της τοιαύτης διαγωγής των απετέλεσαν την καλυτέραν και ασφαλεστέραν πηγήν εξοπλισμού των συμμοριακών ομάδων» (Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, «Ο αντισυμμοριακός αγών», Αθήναι 1956, σ.101).
Ακόμη αποκαλυπτικότεροι για το ποιόν τους αποδεικνύονται οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποίησε κατ’ ιδίαν ένας πρώην διοικητής τους στην Πελοπόννησο: «Οταν έχουμε να διοικήσωμε Χωροφύλακας, που ως γνωστόν έχουν αρτίαν εκπαίδευσιν, πειθαρχίαν και στρατιωτικήν συνείδησιν και ξέρουν γιατί μάχονται και πώς πρέπει να μάχωνται και ξέρουν να πεθαίνουν εκτελούντες το καθήκον, φρονώ πως εκεί δεν φαίνεται η ικανότης του ηγήτορος. Αυτή φαίνεται όταν έχουμε να διοικήσομε Εθνοφρουρούς ή Εθελοντάς, ήτοι κακοποιούς, διαρρήκτες, ληστάς, χίτες, μαχαιροβγάλτες, αποφοίτους των φυλακών και κάθε λογής κοινωνικό κατακάθι, που γίνονται στρατιώται για να σκεπάσουν με το έντιμο ένδυμα του στρατιώτη τας πάσης φύσεως άνομες πράξεις των. Εκεί φαίνεται η ικανότης του διοικητού» (Αρχείο Αλέξανδρου Τσιγκούνη [ΕΛΙΑ], Φ. 5.1, Γ. Αμπεριέτης προς Αλ. Τσιγκούνη, Ανδρίτσαινα 21.11.1961).
Τη συντριβή του ΔΣΕ στο Βίτσι και τον Γράμμο ακολούθησε η διάλυση των ΜΕΑ, «η συντήρησις των οποίων υπό των Δήμων ήτο λίαν δαπανηρά και αδύνατος επί μακρόν» (Γ. Κοσμάς, όπ.π., σ.404). Τους έμμισθους εθνοφρουρούς των ΜΕΑ διαδέχτηκαν έτσι οι άμισθοι πολιτοφύλακες των Ταγμάτων Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ), η ύπαρξη των οποίων θεμελιώθηκε νομικά στον Ν. 1707/1951. Η συγκρότηση και διατήρηση παραστρατιωτικών ομάδων προσέλαβε φυσικά εντελώς διαφορετική σημασία (και χαρακτηριστικά) στις ειρηνικές δεκαετίες που ακολούθησαν: ζητούμενο δεν ήταν πλέον η συμβολή τους στην αντιμετώπιση κάποιας ένοπλης απειλής, αλλά η διαιώνιση της υποταγής της εναπομείνασας (ή δυνητικής) μαζικής βάσης του αντιπάλου –και ταυτόχρονα η προστασία των επιμέρους συμφερόντων και μικροεξουσιών που είχαν αναδυθεί σε τοπική ή πανεθνική κλίμακα κατά την αιματηρή σύρραξη που προηγήθηκε.
Το εγχειρίδιο της ασφυξίας
Για τη στόχευση αυτή εξαιρετικά διαφωτιστικό αποδεικνύεται το πολυσέλιδο «εμπιστευτικό» εγχειρίδιο «Βασικαί διατάξεις οργανώσεως, λειτουργίας και χρησιμοποιήσεως των Ταγμάτων Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ)», που εκδόθηκε από το ΓΕΣ τον Αύγουστο του 1956. Το αντίτυπο που χρησιμοποιούμε εδώ εντοπίστηκε στο προσωπικό αρχείο του Φίλιππου Δραγούμη, υπουργού Αμυνας το 1963, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη (φ.96, ντοκ.87).
Η χρονική συγκυρία της έκδοσης του εγχειριδίου δεν ήταν καθόλου τυχαία. Λίγους μήνες νωρίτερα το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ είχε επισημοποιήσει τη σοβιετική στρατηγική της «ειρηνικής συνύπαρξης» με την καπιταλιστική Δύση, παρόμοια δε στρατηγική υιοθέτησε και το ΚΚΕ αποκλείοντας ρητά κάθε (θεωρητική) πιθανότητα επανάληψης του ένοπλου αγώνα. Στο εσωτερικό της Ελλάδας η εκλογική σύμπραξη σύμπασας της αστικής αντιπολίτευσης με την ΕΔΑ στο αντικαραμανλικό μέτωπο της Δημοκρατικής Ενωσης απέσπασε πάλι την πλειοψηφία των ψήφων (48,15 % έναντι 47,38 % της ΕΡΕ), το «τριφασικό» όμως εκλογικό σύστημα τη μετέτρεψε σε κοινοβουλευτική μειοψηφία (135-165). Η αναδιοργάνωση των ΤΕΑ εντασσόταν έτσι σ’ ένα πλέγμα μέτρων της κυβέρνησης Καραμανλή που απέβλεπαν στην πάση θυσία αναβίωση (και βίαιη επιβολή) των διαιρετικών τομών του Εμφυλίου, τη στιγμή που το μισό τουλάχιστον εκλογικό σώμα τις είχε έμπρακτα υπερβεί (γι’ αυτή τη στρατηγική επιλογή, βλ. Τάσος Κωστόπουλος, «Καινούρια κατάσταση, τα ίδια καθήκοντα. Το βαθύ κράτος του ελληνικού “πολεμικού αστισμού” απέναντι στην κομμουνιστική στρατηγική της “ειρηνικής συνύπαρξης”», περ. «Αρχειοτάξιο», τχ.18, 2016, σ.98-116).
Το εγχειρίδιο ξεκινά με τη διακήρυξη πως «ο μελλοντικός πόλεμος, κατά τον οποίον δεν θα υπάρχουν αι στεναί έννοιαι της ζώνης επιχειρήσεων, αλλά ολόκληρος ο Λαός ενός εμπολέμου Κράτους θα συμμετέχη αμέσως ή εμμέσως εις την πολεμικήν προσπάθειαν, θα είναι Πόλεμος ολοκληρωτικός», στη διάρκεια του οποίου θ’ απαιτηθεί «κινητοποίησις προς άμυναν ολοκλήρου του πληθυσμού της Χώρας», όχι μόνο για την προστασία από «ομάδας αλεξιπτωτιστών, αεραγημάτων, δολιοφθορέων και ανταρτοομάδων», αλλά και για τη διεξαγωγή «αντιστάσεως εν περιπτώσει εισβολής του εχθρού εις το πάτριον έδαφος». Η τελευταία αυτή διατύπωση παραπέμπει ευθέως στο διαβόητο πρόγραμμα GLADIO της CIA, έναν βασικό μοχλό του οποίου αποτελούσαν στην Ελλάδα τα ΤΕΑ (Αλέξης Παπαχελάς, «Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας», Αθήνα 1997, σ.25).
Γενική αποστολή των ΤΕΑ σε συνθήκες ειρήνης, ξεκαθαρίζει το εγχειρίδιο, ήταν «η εσωτερική ασφάλεια της Χώρας, ήτοι η μη αναμόλυνσις της Ελλάδος υπό του Κ/Συμμοριτισμού» και «η εξασφάλισις της ησυχίας των κατοίκων της υπαίθρου από κακοποιά, εγκληματικά και αναρχικά στοιχεία εν στενή συνεργασία μετά της Χωροφυλακής» (σ.1)· επιμέρους δε καθήκοντά τους η «Πλήρης Οργάνωσις δικτύου Πληροφοριών επί των κινήσεων και ενεργειών των Κομμουνιστών» και η «Διαφώτισις [των] Οπλιτών ΤΕΑ και [των] κατοίκων της Ζώνης Ευθύνης εκάστου Τάγματος» (σ.2). Οι διοικητές τους ήταν μόνιμοι αξιωματικοί του στρατού, ενώ οι υπαξιωματικοί επιλέγονταν «μεταξύ των ανδρών των ΤΕΑ» (σ.1). Λεπτομερέστερες οδηγίες όριζαν σαν «αποστολή παντός τμήματος ΤΕΑ» την «προσβολήν και εξόντωσιν μεμονωμένων ΚΣ [κομμουνιστοσυμμοριτών] ή μικροομάδων ΚΣ ευρισκομένων ή εμφανιζομένων εις την περιοχήν του», την «παρακολούθησιν των κατοίκων οίτινες είναι ύποπτοι τροφοδοσίας ΚΣ», την εν γένει «παρακολούθησιν και έλεγχον των υπόπτων προσώπων των κινουμένων εντός της περιοχής», κυρίως όμως την «απαγόρευσιν ανασυστάσεως της αναρχικής οργανώσεως των ΚΣ εις τα Χωρία της περιοχής του» (σ.27). Με το δεύτερο αντάρτικο ν’ αποτελεί μακρινή πλέον ανάμνηση, κεντρικό νόημα αυτής της επαγρύπνησης δεν ήταν άλλο από τη στενή επιτήρηση των (πραγματικών ή εικαζόμενων) οπαδών της νόμιμης Αριστεράς.
Κεντρικό πυλώνα του όλου συστήματος αποτελούσε ο γενικευμένος χαφιεδισμός. Βασικό καθήκον κάθε διοικητή ΤΕΑ ήταν η «πλήρης οργάνωσις και λειτουργία του δικτύου πληροφοριών εις απάσας τας πόλεις και χωρία της Ζώνης του Τάγματος»· ο συντονισμός των επιμέρους δικτύων γινόταν από το «Γραφείο Πληροφοριών» που οργάνωνε και επέβλεπε ο διευθυντής του «Γραφείου ΤΕΑ» της επιχώριας μεγάλης στρατιωτικής μονάδας, «εν συνεργασία μετά του Α2 Γραφείου της Μ. Μονάδος» (σ.3). Η εκπαίδευση των αξιωματικών που θα υπηρετούσαν στα ΤΕΑ περιλάμβανε δε τόσο την οργάνωση παρόμοιων δικτύων όσο και τον «τρόπον Συλλογής Πληροφοριών» (σ.16).
Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν κάπως με την αναλυτική περιγραφή των καθηκόντων του «αξιωματικού Α2» («αξιωματικού πληροφοριών») του Τάγματος. Ο τελευταίος ήταν μόνιμος αξιωματικός του στρατού (σ.1), υπεύθυνος «διά την πλήρη οργάνωσιν και καλή λειτουργίαν του δικτύου πληροφοριών εν τη ζώνη Ευθύνης του Τάγματος», καθώς και για την τήρηση των σχετικών βιβλίων (σ.4). Η σχετική παράγραφος σκιαγραφεί ένα πολύπλοκο πλέγμα ασφυκτικής επιτήρησης, μέσω καταδοτών, σε κάθε δυνατό επίπεδο:
«Δίκτυα πληροφοριών δέον να έχωσι οργανωθή δύο υπό των Ταγμάτων: εν Εσωτερικόν διά την παρακολούθησιν των στρατευομένων οπλιτών, και έτερον Εξωτερικόν διά την παρακολούθησιν των υπόπτων ιδιωτών.
Εκτός των δικτύων πληροφοριών τα οποία θα έχωσι οργανωθή υπό του Αξ/κού Α2 του Τάγματος, θα οργανωθώσι και υπό των Διοικητών των Λόχων, Εσωτερικόν διά τους οπλίτας του Λόχου και Εξωτερικόν διά τους υπόπτους ιδιώτας των Χωρίων της Ζώνης Ευθύνης εκάστου Λόχου.
Δίκτυα Πληροφοριών θα οργανωθώσιν απαραιτήτως εις απάσας τας πόλεις και Χωρία της Ζώνης Ευθύνης του Τάγματος, ανεξαρτήτως αν εδρεύουν ή ού Τμήματα ΤΕΑ.
Ο Αξιωματικός Α2 του Τάγματος θα κινήται καθ’ όλον τον μήνα και θα μεταβαίνη συχνά εις άπαντα τα Χωρία της Ζώνης Ευθύνης του Τάγματος και θα παρακολουθή την λειτουργίαν του δικτύου πληροφοριών, εις τρόπον ώστε, παν συμβάν και πάσα ενέργεια ή κίνησις των Κομμουνιστών να περιέρχηται αμέσως εις γνώσιν του Τάγματος» (σ.4).
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων το εγχειρίδιο ξεκαθαρίζει πως το δίκτυο πληροφοριοδοτών των ΤΕΑ έπρεπε να συγκροτείται και να λειτουργεί «ανεξαρτήτως του τυχόν υπάρχοντος τοιούτου του Στρατού και Χωροφυλακής. Το δίκτυον τούτο δέον να μη αφίνη τίποτε το απαρατήρητον, τίποτε το ανεξιχνίαστον και δέον να μεταδίδη αμελητεί εις την Διοίκησιν παν ό,τι μανθάνη, έστω και το πλέον ασήμαντον γεγονός. Ουδείς άγνωστος ή ύποπτος δέον να κυκλοφορή εις την περιοχήν του χωρίς να γίνεται αντιληπτός υπό του δικτύου Πληροφοριών και συνεπώς υπό του Διοικητού Τμήματος ΤΕΑ. […] Ουδείς κατωκημένος τόπος, ουδεμία αγροικία και ουδέν ποιμνιοστάσιον δέον να μένη άνευ υπαγωγής εις την Ζώνην Ευθύνης ενός Τμήματος ΤΕΑ. […] Εκαστον Τμήμα ΤΕΑ οφείλει να γνωρίζη πολύ καλώς άπαντα τα πρόσωπα και πράγματα της Ζώνης Ευθύνης» (σ.27-28).
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι οδηγίες όσον αφορά το διπλό φακέλωμα όλων των (αρρένων) κατοίκων ηλικίας 18-50 ετών με βάση τα εικαζόμενα φρονήματά τους, αφενός μεν από τους διοικητές της Χωροφυλακής και των Τμημάτων Ασφαλείας (σ.7), αφετέρου δε «υπό Επιτροπής ΤΕΑ, αποτελουμένης εκ του Διοικητού Τάγματος, Αξιωματικού Α2 και Διοικητού του οικείου Λόχου» (σ.8). Στη δεύτερη περίπτωση, «κατόπιν εμπεριστατωμένης συλλογής πληροφοριών υπό του Αξιωματικού Α2 και του Διοικητού Λόχου», η Επιτροπή «προβαίνη εις τον χαρακτηρισμόν και ένταξιν εκάστου ανδρός εις μίαν των κατηγοριών καθοριζομένων δι’ ειδικών διαταγών του ΓΕΣ» (σ.8). Από άλλες πηγές γνωρίζουμε πως οι κατηγορίες αυτές ήταν «Ε2» («ακραιφνής εθνικόφρων»), «Ε1» («εθνικόφρων εκ μεταστροφής»), «Α» (κομμουνιστής «άνευ δράσεως»), «Β» (κομμουνιστής με «περιορισμένην δράσιν»), «Γ» («επικίνδυνος»), «Χ» (ανεξακρίβωτων φρονημάτων) και «Ψ» (ύποπτος)· για τους προερχόμενους από μειονότητες τα παραπάνω συνδυάζονταν επίσης με τα γράμματα «Ξ» (ξενόφωνος) και «Μ» (μουσουλμάνος).
Η σύνταξη των σχετικών Πινάκων, πάνω στην οποία εκπαιδεύονταν όλοι οι αξιωματικοί των ΤΕΑ, στόχευε κατ’ αρχάς στην εθνικά και κοινωνικά ορθή επάνδρωση των μονάδων: «Εξαιρούνται της στρατεύσεως [στα ΤΕΑ] οι λόγω κοινωνικών φρονημάτων χαρακτηριζόμενοι ως επικίνδυνοι (Γ’ Κατηγορίας) ως και οι επιδείξαντες κατά το παρελθόν και ιδία κατά την κατοχήν κακήν διαγωγήν. Η αναλογία στρατεύσεως εν ειρήνη των λόγω κοινωνικών φρονημάτων χαρακτηριζομένων Α’ και Β’ κατηγοριών δέον να μη υπερβαίνη τα 10% της δυνάμεως εκάστου Τμήματος του Τάγματος» (σ.8-9).
Από κει και πέρα, «άπαντα τα Τμήματα ΤΕΑ δέον να συνεργάζωνται στενώτατα με τα κατά τόπους τμήματα Στρατού και Χωροφυλακής. […] Ανταλλαγή των πάσης φύσεως πληροφοριών μεταξύ των είναι η το κυριώτερον στοιχείον της επιτυχίας της αποστολής των. Γενικώς, η συνεργασία μετά των Τμημάτων Στρατού και Χωρ/κής δέον να είναι στενή και αρμονική διά την μη αναμόλυνσιν της Ελλάδος υπό Μικροσυμμοριών και την εξασφάλισιν της ησυχίας των κατοίκων της υπαίθρου ολοκλήρου της Ελλάδος από εγκληματικά, κακοποιά και αναρχικά στοιχεία» (σ.25).
Η «διαφώτισις οπλιτών και κατοίκων» στα νάματα της εθνικοφροσύνης ήταν μέρος της εκπαίδευσης και των καθηκόντων των αξιωματικών των ΤΕΑ (σ.14), στη διεκπεραίωσή της εμπλεκόταν δε σύμπασα η ιεραρχία τους. Στον Α2, διαβάζουμε, «ανατίθεται η διαφώτισις των κατοίκων της Περιοχής Τάγματος» (σ.4). Ο διοικητής του Τάγματος «είναι υπεύθυνος έναντι των προϊσταμένων του διά την Οργάνωσιν Επιτροπών διαφωτίσεως των κατοίκων της υπαίθρου παρ’ Επιστημόνων, Διδασκάλων, Ιεροκηρύκων και Αξ/κών εν συνεννοήσει με τας κατά τόπους Πολιτικάς, Εκκλησιαστικάς και Αστυνομικάς Αρχάς» (σ.3). Οι υφιστάμενοί του διοικητές λόχων επιφορτίζονται, τέλος, με «διαφώτισιν των κατοίκων την εσπέραν μετά την επάνοδον εκ των εργασιών των. Η διαφώτισις θα γίνεται υπό τύπον συζητήσεων με τους κατοίκους με περιεχόμενα εκ των αποστελλομένων διαφωτιστικών εντύπων υπό της υπηρεσίας. Κατά την διαφώτισιν θ’ αναπτύσσεται μεταξύ των άλλων ποίος ωργάνωσε τον συμμοριτισμόν, ποίας καταστροφάς επέφερε εις την Ελλάδα κ.λπ.» (σ.5). Η εν γένει «εκπαίδευσις των οπλιτών» από τους βαθμοφόρους προβλεπόταν πάλι να «λαμβάνη χώραν τας Κυριακάς και Εορτάς μετά το Εκκλησίασμα» (σ.16).
Από τη στιγμή που τα ΤΕΑ είχαν τη δυνατότητα να «ελέγχουν και συλλαμβάνουν κάθε ύποπτον που εισέρχεται εις την ζώνην ευθύνης» τους, εύλογη ακούγεται η υπενθύμιση πως «απαγορεύεται να επιβάλλουν φορολογίες, να προβαίνουν σε αυθαιρεσίες, να παίρνουν λάφυρα κ.λπ.», αλλά και ότι «το όπλον που είναι εμπιστευμένο στα χέρια τους, πρέπει να χρησιμοποιήται μόνον κατά των εχθρών της Πατρίδος» (σ.35) –και όχι για το ξεκαθάρισμα προσωπικών εχθρών, ενοχλητικών γειτόνων ή ανεπιθύμητων συζύγων, πρακτική που έχει αφήσει ουκ ολίγα ίχνη στα ψιλά των εφημερίδων της εποχής.
Μόνο ειρωνικά χαμόγελα προκαλεί απεναντίας η προειδοποίηση πως «απαγορεύεται όπως αναμιγνύωνται οι άνδρες των ΤΕΑ εις Πολιτικάς ενεργείας ή να επηρεάζωσι καθ’ οιονδήποτε τρόπον το πολιτικόν φρόνημα των πολιτών» (σ.25), ακόμη και πως «απαγορεύεται εις τους άνδρας των ΤΕΑ να πολιτικολογούν» (σ.35). Εξίσου διακοσμητική ήταν προφανώς και η συνοδευτική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία «εις το τέλος εκάστου μηνός θα υποβάληται ειδική αναφορά ότι ουδεμία ένοπλος παρακρατική οργάνωσις υφίσταται εις την Ζώνην Ευθύνης μιας εκάστης Μονάδος και ότι ουδεμία εκτροπή ή επέμβασις των ΤΕΑ εγένετο εις καθήκοντα ξένα προς τον προορισμόν των». Αν μη τι άλλο, αρμόδιοι για την υποβολή αυτών των αναφορών δεν ήταν άλλοι από τους διοικητές των ίδιων των ΤΕΑ και τους άμεσους προϊσταμένους τους (σ.25).
Για την πραγματική εικόνα πολύ πιο εύγλωττο είναι άλλωστε το «Μνημόνιον διά μικρούς βαθμοφόρους ΤΕΑ», που περιλαμβάνεται στο ίδιο εγχειρίδιο (σ.58-59), με οδηγίες υπό μορφήν ερωτήσεων.
Σταχυολογούμε τις πιο χαρακτηριστικές:
● «Συγκεντρώνεις κάθε Κυριακή τους άνδρας σου μετά την εκκλησία, ανακοινώνεις ότι διαταγές έχεις πάρει κατά το διάστημα της εβδομάδος, ακούς και επιλύεις τυχόν διαφορές ή παράπονα, τους αναπτύσσεις με λίγα λόγια την αποστολή τους και γενικώς προσπαθείς να εξυψώσεις το ηθικό τους με κατάλληλα λόγια;»
● «Παρακολουθείς, χωρίς να γίνεται αντιληπτό, με δικούς σου ανθρώπους τις ύποπτες οικογένειες του Χωριού, δηλαδή αυτοαμυνίτες, συγγενείς συμμοριτών, αριστερούς κτλ;»
● «Στέλνεις καθημερινώς συνδέσμους στα γύρω χωριά, ώστε να ξέρης τι γίνεται γύρω σου;»
● «Εχεις καθημερινό σύνδεσμο με τα γειτονικά τμήματα στρατού και Χωρ/κής;»
● «Φροντίζεις για την διανομή του διαφωτιστικού προπαγανδιστικού υλικού (εφημερίδες, περιοδικά, προκηρύξεις) που σου στέλνουν και για την εκμετάλλευση τούτου ή τα έξοδα που γίνονται πάνε χαμένα; Εχεις καταλάβει την μεγάλη σημασία που δίνει ο εχθρός στο ζήτημα αυτό;»
● «Γνωρίζεις ότι τα ΤΕΑ έπαιξαν σπουδαίο ρόλο και προσέφεραν ανεκτιμήτους υπηρεσίας στον αγώνα του Εθνους, εκεί που ήσαν καλά οργανωμένα και συγκροτημένα; Ξέρεις ότι σ’ αυτά τώρα στηρίζεται η ασφάλεια των Χωριών και ότι μ’ αυτά απαγορεύομε την αναμόλυνση από τον Συμμοριτισμό;»
Εργα και ημέρες
Η κορυφαία μάχη των ΤΕΑ ενάντια σ’ αυτή την «αναμόλυνση» δόθηκε φυσικά μεταξύ 1958 και 1961 μετά την ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση με 24,4%, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή τούς ανέθεσε να επαναφέρουν διά ροπάλου την Αριστερά στο πολιτικό περιθώριο. Σύμφωνα με το «Σχέδιο Περικλής» που ενέκρινε ο εθνάρχης για τις εκλογές βίας και νοθείας του 1961, τα ΤΕΑ προβλεπόταν να «ενισχύσωσι μεγάλως» την προσπάθεια εκλογικής συρρίκνωσης των «κιτρίνων», ως βασικός μοχλός του «ψυχολογικού πολέμου» που οργανώθηκε σε βάρος τους –και όπως ήταν αναμενόμενο ανταποκρίθηκαν με το παραπάνω.
Σταχυολογούμε ενδεικτικά τέσσερις από τις δεκάδες περιπτώσεις που παραθέτει η ογκώδης «Μαύρη Βίβλος» της ΕΔΑ για το εκλογικό πραξικόπημα εκείνης της χρονιάς:
● Την παραμονή των εκλογών (28.10) «ο υποψήφιος κ. Πετροπουλάκης με τους τρεις συνοδούς του έπεσαν σε ενέδρα των ΤΕΑ έξω από το χωριό Κότρωνα Γυθείου. Ο υποψήφιος και οι 3 συνοδοί του εδάρησαν ανηλεώς. Το αυτοκίνητο επέστρεψε άδειο στο Γύθειο. Επικεφαλής των ΤΕΑ ήτο ο Δημακόγιαννης» (σ.483).
● Την ημέρα των εκλογών «εις το εκλογικόν τμήμα Σιτοχωρίου Νιγρίτης η ψηφοφορία εγένετο φανερή με ψηφοδέλτια της ΕΡΕ υπό την επίβλεψιν του αρχηγού των ΤΕΑ Π. Κουντουρά» (σ.429).
●«Εις το χωριό Βουτσαρά Ιωαννίνων ακόμη και τους γνωστούς οπαδούς του ΠΑΜΕ [του εκλογικού συνδυασμού της ΕΔΑ], τραμπούκοι των ΤΕΑ τους εξηνάγκασαν να ψηφίσουν ανοιχτά ΕΡΕ» (σ.434).
●«Εις το εκλογικόν τμήμα Σκούλιαρη Πιερίας, όπου οι Εδαΐτες ηπειλήθησαν με εξόντωσιν αν ψηφίσουν ΠΑΜΕ, ευρέθη ένα ψηφοδέλτιον του ΠΑΜΕ. Τότε οι άνδρες των ΤΕΑ συνέλαβαν καμιά δεκαριά γνωστούς εδαΐτες και άρχισαν να τους δέρνουν αγρίως μέσα στην πλατεία, για να μαρτυρήσουν ποιος ψήφισε ΠΑΜΕ. Ο δικαστικός αντιπρόσωπος αντιληφθείς τους βανδαλισμούς, εδήλωσε ότι αυτός εψήφισε και έληξαν τα βασανιστήρια» (σ.433).
Σε λιγότερο προβληματικές εκλογικές αναμετρήσεις της προδικτατορικής περιόδου τα ΤΕΑ αφοπλίζονταν καλού-κακού προσωρινά στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Οχι όμως παντού. Σύμφωνα με μεταγενέστερο άρθρο του «Βήματος» (5.10.1974), από τον αφοπλισμό εξαιρούνταν σταθερά «οι παραμεθόριες περιοχές» που μπορούσαν να περιλάβουν ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα: «Μερικές φορές ως όριο καθορίστηκε ο ποταμός Αλιάκμων. Στις βόρειες από τον Αλιάκμονα περιοχές τα ΤΕΑ παρέμειναν εξωπλισμένα, ενώ στις νότιες από τον ποταμό αφοπλίζονταν».
Σαφώς υπερβολικοί αποδείχτηκαν, από την άλλη, οι φόβοι που εξέφρασε το 1956 ο στρατηγός Ζαφειρόπουλος όσον αφορά «τον κίνδυνον, όστις δημιουργείται από κοινωνικής πλευράς εκ του εξοπλισμού του αγρότου και του εργάτου εις μίαν εποχήν, καθ’ ήν το Κράτος ευρίσκεται εις αδυναμίαν να επιβάλη τον νόμον και να κυριαρχήση. Διότι η εξοπλιζομένη σήμερον αγροτική τάξις θα αποτελέση την βάσιν εις τους λαϊκούς αγώνας τής αύριον» («Ο αντισυμμοριακός αγών», όπ.π., σ.102). Σε στιγμές προστριβών με τοπικές αγροτικές κοινωνίες ακόμη και οι κυβερνήσεις της Δεξιάς φρόντιζαν πάντως να πάρουν καλού-κακού τα μέτρα τους: «Προς αποσόβησιν επεισοδίων διετάχθη ο αφοπλισμός των ΤΕΑ εις τα χωρία των οποίων απαλλοτριούνται αι εκτάσεις διά τα νέα έργα του Αχελώου» («Ελευθερία», 20.7.1963).
Επί χούντας ο ευρύτερος πολιτικός (και όχι απλά «αντισυμμοριακός») χαρακτήρας των ΤΕΑ επιβεβαιώθηκε και νομοθετικά. Η επίσημη αποστολή τους συμπεριέλαβε ρητά την «εξασφάλισιν της περιοχής των εκ πάσης κομμουνιστικής ή αναρχικής ενεργείας», ξεκαθαρίστηκε δε εξίσου ρητά πως «οι καλούμενοι προς κατάταξιν δέον να είναι νομιμόφρονες» (Ν.Δ. 485/1970, § 4.β & 9).
Προς την κατάργηση
Οπως ήταν αναμενόμενο, μετά τη Μεταπολίτευση τα ΤΕΑ μπήκαν στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης ως απομεινάρια του αντιδημοκρατικού μετεμφυλιακού καθεστώτος και απειλή για τη μακροημέρευση της δημοκρατικής τομής. «Οι ίδιοι ένοπλοι τυραννικοί εκβιαστές της δικτατορίας ενεργοποιούνται τώρα στη Μεσσηνία σαν ένοπλοι τρομοκράτες των ΤΕΑ για απροκάλυπτο εκφοβισμό των δημοκρατικών πολιτών» κατήγγειλε λ.χ. στις 24 Σεπτεμβρίου ο τοπικός πολιτευτής του ΠΑΣΟΚ, Φοίβος Κούτσικας, προειδοποιώντας πως η διατήρησή τους ισοδυναμούσε με «παρακρατική εκλογική βία εναντίον των δημοκρατικών δυνάμεων» («Ριζοσπάστης», 25.9.1974). Μαζί με την προκήρυξη των πρώτων μεταδικτατορικών εκλογών, η κυβέρνηση Καραμανλή ανακοίνωσε έτσι πως τα ΤΕΑ θα αφοπλίζονταν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου –με εξαίρεση και εδώ «ωρισμένες μονάδες των ΤΕΑ συνοριακών περιοχών για λόγους ασφαλείας» («Βραδυνή», 5.10.1974).
Τα επόμενα χρόνια η κατακραυγή εντάθηκε με αλλεπάλληλες καταγγελίες από πόλεις και χωριά της επαρχίας για αντιδημοκρατικά κηρύγματα και (ενίοτε βίαια) ξεσπάσματα βαθμοφόρων των ΤΕΑ, που ευαγγελίζονταν ανοιχτά την επιστροφή στις παλιές καλές μέρες. Η άρνηση δημοκρατών χωρικών να υπηρετήσουν στο σώμα (με κορυφαία στιγμή σχετικό «πρωτόκολλο τιμής» που υπέγραψαν δεκάδες κάτοικοι των Αρχανών το φθινόπωρο του 1975) και οι συνακόλουθες διώξεις για «ανυποταξία» ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την κοινωνική απομόνωσή του. «Ενας τίμιος οικογενειάρχης δεν είναι δυνατόν να δεχθή την επιστράτευσή του στα ΤΕΑ, διότι δεν θέλει να γίνη όργανο και καταδότης της αστυνομίας» τόνισε χαρακτηριστικά ο (κεντρώος) βουλευτής της Ε.Κ., Βασίλης Πεντάρης, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή κοινής επερώτησης όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. «Επιθυμία του ελληνικού λαού είναι να καταργηθούν τα ΤΕΑ. Σήμερα που όλες οι πολιτικές πεποιθήσεις νομιμοποιήθηκαν, μηχανισμοί όπως των ΤΕΑ δεν έχουν θέση ανάμεσα στον ελληνικό λαό» («Τα Νέα», 13.12.1975).
Τελικά το χουντικό Ν.Δ. 485/1970 καταργήθηκε από την πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Με τον Ν. 1295/1982 τα ΤΕΑ αντικαταστάθηκαν από μια «παλλαϊκή» Εθνοφυλακή κυρίως των παραμεθόριων περιοχών, στον καταρτισμό της οποίας δεν λαμβάνονται (επίσημα τουλάχιστον) υπόψη τα πολιτικά φρονήματα των κατοίκων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου