ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Η πίσω όψη του λιονταριού
Πόση
βία χωρά, ως προοπτική, η «κανονικότητα»; Πάνω που είχαμε πειστεί ότι
το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί στον μέσο πολίτη ήταν να τον
ξεβρακώσουν δημόσια τα ΜΑΤ τού κ. Χρυσοχοΐδη ή να υποστεί όσα τράβηξε
στην ταράτσα του σπιτιού της η οικογένεια Ινδαρέ, ξαφνικά άρχισαν να
ηχούν τύμπανα πολέμου. Με ανησυχητικότερη τομή όχι τους συνήθεις
τσαμπουκάδες του σουλτάνου Ερντογάν, αλλά τον γηπεδικό ενθουσιασμό με
τον οποίο οι ημέτεροι πατριώτες έσπευσαν να σηκώσουν το γάντι,
προϊδεάζοντάς μας για ένα νέο γύρο συλλογικών θυσιών.
Η
εντυπωσιακότερη σχετική δήλωση, που ενθουσίασε την πολεμοχαρή
«Δημοκρατία» (4/12), προήλθε από τον αρχηγό του ΓΕΝ, αντιναύαρχο Τσούνη,
σε συνομιλία του με τους διαπιστευμένους συντάκτες: αν κάποιο τουρκικό
ερευνητικό πλοίο παραβιάσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα, ξεκαθάρισε, «θα
πάμε μπροστά, θα ρίξουμε κι όσες φάμε». Σε αντίθεση με τους χουλιγκάνους
των γηπέδων, που εμφορούνται από την ίδια ακριβώς κουλτούρα προάσπισης
των οικείων δικαίων, ο αντιναύαρχος Τσούνης δεν πρόκειται βέβαια να φάει
αυτοπροσώπως την παραμικρή σφαλιάρα σε περίπτωση θερμού επεισοδίου· ας
όψονται τα ζωντανά στρατιωτάκια του, που θα ταΐσουν τα ψάρια της
Ανατολικής Μεσογείου.
Για να μην υστερήσει
προφανώς σε μαχητικότητα, η Πολεμική μας Αεροπορία σήκωσε πάλι στις
10/12 στον αέρα 38 Μιράζ και F-16· την επομένη, ο υπουργός Αμυνας
διακήρυξε στη Βουλή ότι θεωρεί ανεπαρκές το μισό δισ. πολεμικών δαπανών
του νέου προϋπολογισμού.
Τη
σκυτάλη παρέλαβε ο γνωστός Φαήλος, διευκρινίζοντας με άπταιστη
δικηγορική τεχνογνωσία πως «οι Ενοπλες Δυνάμεις μας έχουν ακόμη απόθεμα
ισχύος για να καταστρέψουν το ναυτικό, την αεροπορία και τις υποδομές
της Τουρκίας δύο φορές και μια ρέστα» −εφόσον, όμως, παταχθεί ο
εσωτερικός εχθρός «των πουρκουάδων της Αριστεράς και του φιλελέδικου
επαρχιωτισμού», οι ειρηνόφιλοι «Τούρκοι εσωτερικού» με τις «ηττοπαθείς
βρωμιές τους», που «θέλουν ό,τι οι προδότες και δωσίλογοι: ντουφέκι»
(«Δημοκρατία» 12/12).
«Οι σωβινισταί είναι όπως οι κομμουνισταί. Θέλουν ν’ ανατρέψουν το σημερινό καθεστώς» - Γιάννης Καψής, «Η Θράκη απειλείται», εφ. «Εθνος» 11/8/1959
Σ’
αυτό το κλίμα, ελάχιστη σημασία δίνεται στις ρυθμίσεις του Διεθνούς
Δικαίου, που κατά τα άλλα επικαλούμαστε. Στο γεγονός λ.χ. πως η
υφιστάμενη νομολογία θεωρεί ανίσχυρη κάθε «μονομερή θαλάσσια οριοθέτηση
μεταξύ κρατών με έναντι ή παρακείμενες θαλάσσιες ακτές», δίχως
προηγούμενη συμφωνία μεταξύ τους ή προσφυγή σε κάποιο διεθνές
δικαιοδοτικό όργανο (υπόθεση ΗΠΑ-Καναδά, 1984, §112). Ή ότι η Σύμβαση
του 1982 και η νομολογία για την υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ των νησιών που
γειτονεύουν με συμπαγείς χερσαίους όγκους (υποθέσεις βρετανικών νήσων
της Μάγχης, γαλλοκαναδική διαφορά για τα νησιά Σεν Πιερ και Μικελόν) δεν
δέχονται σαν απαράβατο κανόνα οριοθέτησης τη «μέση γραμμή» (όπως θα
θέλαμε) αλλά την «ευθυδικία» (equity), κατανέμοντας αναλογικά την πέριξ
υφαλοκρηπίδα. Οτι, δηλαδή, με βάση το υφιστάμενο Δίκαιο -που δεν
αναμένεται ν’ αλλάξει στο ορατό μέλλον- η Τουρκία «δικαιούται» κι αυτή
ένα μέρος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου (πολύ μικρότερο, βέβαια, από τις
βλέψεις των ηγετών της)· στο δε Καστελόριζο δεν αναλογεί, στην καλύτερη
περίπτωση, παρά μια μικρή θαλάσσια λωρίδα, παντελώς άσχετη με όσα
τερατώδη ευαγγελίζονται οι γεωπολιτικοί χάρτες των εγχώριων ΜΜΕ (Για τον
καλοπροαίρετο αναγνώστη, που θέλει να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει κι όχι
να εφοδιαστεί με καφενειακά επιχειρήματα, παραπέμπουμε στη
διαφωτιστικότατη μελέτη του καθηγητή Σπύρου Λαπατσιώρα που δημοσιεύτηκε
στα τελευταία τεύχη του περιοδικού «Θέσεις».)
Η
κυβέρνηση τα γνωρίζει βέβαια πολύ καλά όλα αυτά, αξιοποιεί όμως το
χαρτί της έντασης για προφανείς λόγους μικροπολιτικής. Ο κ. Μητσοτάκης
μάς έχει εξηγήσει αναλυτικά, στη δημοσιευμένη μεταπτυχιακή εργασία και
σε παλιότερες συνεντεύξεις του, πως ένας πολιτικός καλό είναι να
συμπλέει ιδιοτελώς με το διάχυτο υπερπατριωτικό αίσθημα· αυτήν ακριβώς
τη στάση υιοθέτησε άλλωστε, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης,
και κατά τις πρόσφατες εξελίξεις στο Μακεδονικό. Σε αντίθεση μ’ αυτό το
τελευταίο, οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν έχουν όμως απλώς συμβολικό
χαρακτήρα. Τα διακυβεύματά τους είναι απολύτως υλικά −είτε πρόκειται για
τα μελλοντικά κέρδη πετρελαϊκών και κατασκευαστικών εταιρειών, είτε για
τις μίζες από την «απαραίτητη» νέα εξοπλιστική κούρσα.
Η
προσδοκία αυτών των τελευταίων δεν πρέπει δε καθόλου να υποτιμάται ως
παράγοντας κλιμάκωσης της έντασης: όπως έχουμε εξηγήσει αναλυτικά σε
παλιότερο αφιέρωμα του «Ιού» («Εφ.Συν.», 1/2/2014), οι αρπαχτές του Ακη
Τσοχατζόπουλου και της παρέας του το 1996-2001 στηρίχτηκαν σ’ ένα
αντίστοιχο επικοινωνιακό μπαράζ, την επαύριο της κρίσης των Ιμίων. Με
την καταχρεωμένη «μεταμνημονιακή» Ψωροκώσταινα στη θέση της νεόπλουτης
«ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη, η αιματηρή δαπάνη 1 δισ. για κάθε F-35
απαιτεί, φυσικά, ιδιαίτερες προσπάθειες προκειμένου να πειστεί το
φιλοθέαμον κοινό για την «ανάγκη» να υποστεί τις ανάλογες βαθιές
περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες. Μια κρίση στο
Αιγαίο διευκολύνει τα μάλα μια τέτοια εξέλιξη· η σκηνοθεσία της
εμπεριέχει ωστόσο τον υπαρκτό κίνδυνο να οδηγήσει, από κάποιαν αθέλητη
αλλά μοιραία στραβοτιμονιά, σ’ ένα απρογραμμάτιστο Κούγκι.
Τι Μπένζαμιν, τι Ανδρέας;
Αν
κάτι διαφοροποιεί τους τωρινούς λεονταρισμούς από παλιότερα ομοειδή
εγχειρήματα, αυτό είναι η ψευδαίσθηση ισχύος που εμφυσά στους
υπερπατριώτες μας η υποτιθέμενη «συμμαχία» με το Ισραήλ. Μέσα στον
ενθουσιασμό τους που αλλάξαμε μεσανατολικό άλογο και από τους μονίμως
χαμένους «τρομοκράτες» Παλαιστινίους περάσαμε στις αγκαλιές με το
«πανίσχυρο πρότυπο κράτος» των σιωνιστών, οι Φαήλοι δεν προεξοφλούν
μονάχα την (κάθε άλλο παρά δεδομένη) ένοπλη συμπαράσταση του Τελ Αβίβ
στη δική μας ερμηνεία του Δικαίου της Θάλασσας. Λησμονούν, επίσης, πως
εδώ και 13 ολόκληρα χρόνια το Ισραήλ έχει πάψει να είναι ανίκητο στα
πεδία των μαχών −κι ότι την πρώτη ήττα της ιστορίας του, το καλοκαίρι
του 2006 στον Λίβανο, την υπέστη από εκείνους ακριβώς τους «φανατικούς
ισλαμιστές» που οι ίδιοι βιάζονται ν’ αναγορεύσουν σε νέους εθνικούς μας
αντιπάλους...
Εκτός από τα πυρηνικά του
Νετανιάχου, το εγχώριο κόμμα του πολέμου επικαλείται ωστόσο μιαν ακόμη
παρακαταθήκη: την υποτιθέμενη αδιαλλαξία του Ανδρέα Παπανδρέου, κατά την
πρώτη τουλάχιστον εξαετία της πρωθυπουργικής του θητείας, απέναντι στην
«εξ Ανατολών απειλή». Μια εικόνα του παρελθόντος βασισμένη ως επί το
πλείστον στην τότε ρητορεία καλείται έτσι να νομιμοποιήσει
πολιτικοστρατιωτικές επιλογές απροκάλυπτα τυχοδιωκτικές.
Το
γεγονός ότι τα επίσημα κρατικά αρχεία της εποχής παραμένουν ως επί το
πλείστον κλειστά διευκολύνει αρκετά μια τέτοια ανάγνωση. Στην
πραγματικότητα όμως, όπως αποδεικνύουν δύο ενέργειές του που
αποκαλύπτουμε σήμερα εδώ, αγνοημένες πλήρως όχι μόνο από την τότε
ειδησεογραφία αλλά κι από τη μεταγενέστερη σχετική βιβλιογραφία, ο
Ανδρέας υπήρξε ευθύς εξαρχής αρκετά «διαλλακτικός» απέναντι στην Αγκυρα.
Τα ανεπιθύμητα πολωνικά τανκς
Η
πρώτη ανομολόγητη επίδειξη ρεαλισμού του Ανδρέα σημειώθηκε αμέσως μετά
τη σαρωτική νίκη του στις βουλευτικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981,
κατά το τελευταίο στάδιο των υπόγειων διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε με
τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, μέσω του γενικού
γραμματέα της Προεδρίας, Πέτρου Μολυβιάτη, για την ομαλή μεταβίβαση της
κυβερνητικής εξουσίας.
Στο περιθώριο της
επισφράγισης αυτού του «ιστορικού συμβιβασμού αλά ελληνικά», εθνάρχης
της Ν.Δ. και πρωθυπουργός του ΠΑΣΟΚ συμφώνησαν πλήρως για ένα ζήτημα που
υπερέβαινε κατά πολύ το πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και της
αντιπαράθεσης μεταξύ Δεξιάς και Κεντροαριστεράς: πως οποιαδήποτε
ανατροπή του υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων στην Κύπρο, με
αξιοσημείωτη ενίσχυση των ελληνοκυπριακών στρατευμάτων, ισοδυναμούσε μ’
ανεπιθύμητο και εθνικά επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό.
Το
πληροφορούμαστε από τις πρώτες παραγράφους ενός σημειώματος του
Μολυβιάτη (7/11/1981), το υπόλοιπο του οποίου έχει δημοσιευτεί προ
εικοσαετίας στην επίσημη έκδοση του Αρχείου (τ.12ος, σ.141-2).
Παραθέτουμε
το σύνολο του κειμένου που έχει απαλειφθεί από τους επιμελητές της
έκδοσης, με μόνη εξαίρεση κάποιες επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις του
Ανδρέα για την εκτίμηση που έτρεφε στον Καραμανλή και την επιθυμία του
για συνέχιση της μεταξύ τους συνεργασίας:
«Την
3η Νοεμβρίου με κάλεσε ο κ. Ανδρέας Παπανδρέου και τον επισκέφθηκα στο
σπίτι του στο Καστρί στις 10 το βράδυ. Κατά την συνάντησή μας μου είπε
ότι ο Κύπριος Υπουργός Αμύνης, του ανέφερε παρεμπιπτόντως ότι η Κύπρος
έχει ήδη παραγγείλει 65 τανκς στην Πολωνία τα οποία επρόκειτο και να
μεταφερθούν στην Κύπρο, εντός του τρέχοντος μηνός Νοεμβρίου. Για τα
τανκς αυτά οι Κύπριοι έχουν ήδη καταβάλει ποσόν 30 εκατομμυρίων
δολλαρίων. Ο κ. Παπανδρέου χαρακτήρισε το γεγονός αυτό ως σοβαρότατο και
ως δυνάμενο να μας μπλέξει σε μεγάλη περιπέτεια. Διότι, όπως είπε, η
Τουρκία δεν είναι δυνατόν να αδιαφορήσει γι’ αυτή την ανατροπή της
ισορροπίας στην Κύπρο και ασφαλώς ή θα ζητούσε τελεσιγραφικά την
απομάκρυνσή τους ή θα τα κατέστρεφε με πολεμική επιχείρηση. Οπότε η
Ελλάς έπρεπε ή να το αποδεχθεί και να ρεζιλευθεί διεθνώς, ή να κάμει
πόλεμο με την Τουρκία. Το συμπέρασμα του κ. Παπανδρέου ήταν ότι η
παράδοση των τανκς στην Κύπρο έπρεπε τουλάχιστον να αναβληθεί, αν μη και
να ματαιωθεί. Από πρόχειρη μελέτη του θέματος, αντιμετωπίζει το
ενδεχόμενο να μεταφερθούν προσωρινά στην Συρία προς φύλαξιν ή να ζητηθεί
από τους Πολωνούς να τα κρατήσουν εκείνοι για κάποιο διάστημα.
Ο κ. Παπανδρέου μού ζήτησε να ενημερώσω επί των ανωτέρω τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με ρώτησε εάν είμεθα εν γνώσει αυτής της προμηθείας τανκς και ζήτησε την προσωπική μου γνώμη για όλα αυτά.
Απήντησα ότι θα ενημερώσω αμέσως τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ότι ήμουν βέβαιος ότι ο κ. Πρόεδρος ουδεμίαν γνώσιν είχε του θέματος και του εξέφρασα την προσωπική μου γνώμη ότι είμαι απολύτως σύμφωνος με την ματαίωση της παραδόσεως των τανκς στους Κυπρίους, για τους λόγους που ανέφερε ο ίδιος. Του εξέφρασα όμως τις επιφυλάξεις μου για την σκοπιμότητα της μεταφοράς των τανκς στην Συρία, η οποία καμμία εξασφάλιση δεν παρέχει για την περαιτέρω τύχη αυτών των αρμάτων. Με την τελευταία παρατήρησή μου συμφώνησε ο κ. Παπανδρέου. [...]
Την επομένη, επισκέφθηκα τον κ. Παπανδρέου στο Πολιτικό γραφείο και του ανεκοίνωσα την απάντηση του κ. Προέδρου για το θέμα που είχε θίξει χθες· “ότι ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι σύμφωνος για την απόφαση του κ. Παπανδρέου να ματαιωθεί η παράδοση των τανκς στους Κυπρίους για τους λόγους που ο κ. Παπανδρέου εξέθεσε”. [...]
Ο κ. Παπανδρέου με εκάλεσε την επομένη, 5 Νοεμβρίου, στο Πολιτικό Γραφείο και μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ, ο [Κύπριος Υπ. Αμύνης] κ. Βενιαμίν, παρουσία του [Ελληνα Αρχηγού ΓΕΕΘΑ] κ. Γκράτσιου, των δύο Υφυπουργών Αμύνης και του Κυπρίου Πρέσβεως στην Αθήνα, τον διεβεβαίωσε, απαντώντας σε ερώτησή του, ότι για την προμήθεια αυτών των τανκς ήταν ενήμερος ο [προηγούμενος Ελληνας ΥΠΕΘΑ] κ. Αβέρωφ, ο οποίος είχε δώσει και την έγκρισή του.
Του απήντησα ότι αγνοούσα το γεγονός αυτό, αλλά και μετά από αυτό είμαι σε θέση να τον διαβεβαιώσω ότι ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε καμμία γνώση αυτού του γεγονότος» (Φ.63Β, φ.216-219).
Ο κ. Παπανδρέου μού ζήτησε να ενημερώσω επί των ανωτέρω τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με ρώτησε εάν είμεθα εν γνώσει αυτής της προμηθείας τανκς και ζήτησε την προσωπική μου γνώμη για όλα αυτά.
Απήντησα ότι θα ενημερώσω αμέσως τον κ. Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ότι ήμουν βέβαιος ότι ο κ. Πρόεδρος ουδεμίαν γνώσιν είχε του θέματος και του εξέφρασα την προσωπική μου γνώμη ότι είμαι απολύτως σύμφωνος με την ματαίωση της παραδόσεως των τανκς στους Κυπρίους, για τους λόγους που ανέφερε ο ίδιος. Του εξέφρασα όμως τις επιφυλάξεις μου για την σκοπιμότητα της μεταφοράς των τανκς στην Συρία, η οποία καμμία εξασφάλιση δεν παρέχει για την περαιτέρω τύχη αυτών των αρμάτων. Με την τελευταία παρατήρησή μου συμφώνησε ο κ. Παπανδρέου. [...]
Την επομένη, επισκέφθηκα τον κ. Παπανδρέου στο Πολιτικό γραφείο και του ανεκοίνωσα την απάντηση του κ. Προέδρου για το θέμα που είχε θίξει χθες· “ότι ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι σύμφωνος για την απόφαση του κ. Παπανδρέου να ματαιωθεί η παράδοση των τανκς στους Κυπρίους για τους λόγους που ο κ. Παπανδρέου εξέθεσε”. [...]
Ο κ. Παπανδρέου με εκάλεσε την επομένη, 5 Νοεμβρίου, στο Πολιτικό Γραφείο και μου είπε ότι το προηγούμενο βράδυ, ο [Κύπριος Υπ. Αμύνης] κ. Βενιαμίν, παρουσία του [Ελληνα Αρχηγού ΓΕΕΘΑ] κ. Γκράτσιου, των δύο Υφυπουργών Αμύνης και του Κυπρίου Πρέσβεως στην Αθήνα, τον διεβεβαίωσε, απαντώντας σε ερώτησή του, ότι για την προμήθεια αυτών των τανκς ήταν ενήμερος ο [προηγούμενος Ελληνας ΥΠΕΘΑ] κ. Αβέρωφ, ο οποίος είχε δώσει και την έγκρισή του.
Του απήντησα ότι αγνοούσα το γεγονός αυτό, αλλά και μετά από αυτό είμαι σε θέση να τον διαβεβαιώσω ότι ο κ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν είχε καμμία γνώση αυτού του γεγονότος» (Φ.63Β, φ.216-219).
Την κατάληξη
της υπόθεσης την πληροφορούμαστε από το επόμενο σημείωμα του Μολυβιάτη
προς Καραμανλή, για τη συνέχιση των διαβουλεύσεών του με τον Ανδρέα
(Φ.63Β, φ.220-223, Αθήνα 10/11/1981). Το μεγαλύτερο μέρος του εγγράφου
έχει κι εδώ δημοσιευθεί (τ.12ος, σ.142-4), όχι όμως η παράγραφος που μας
πληροφορεί για την τύχη του εξοπλιστικού σχεδίου:
«Ο
κ. Παπανδρέου μού είπε ότι ματαιώθηκε οριστικά η αποστολή των πολωνικών
τανκς στην Κύπρο, δεν ήξερε όμως ακόμη λεπτομέρειες της ρυθμίσεως
αυτής. Με την ευκαιρία αυτή τον ενημέρωσα ότι ο κ. Αβέρωφ μού διέψευσε
κατηγορηματικά ότι ήταν εν γνώσει της παραγγελίας εκ μέρους της Κύπρου
αυτών των αρμάτων στην Πολωνία».
Γι’
αυτό το τελευταίο, αρκετά διαφορετική εικόνα προκύπτει πάντως από την
αδημοσίευτη, άκρως απόρρητη απάντηση του Χριστόδουλου Βενιαμίν προς τον
ομόλογό του Ελλαδίτη υφυπουργό Αντώνη Δροσογιάννη (Λευκωσία 13/11/1981),
που φυλάσσεται στο ίδιο αρχείο (Φ.63Β, φ.226-228). Εκεί, ο
Ελληνοκύπριος ΥΠΕΘΑ όχι μόνο υπερασπίζεται ρητά το εξοπλιστικό πρόγραμμά
του, με στόχο και «φιλοδοξία» σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης «ν’
ανθέξουμε σε αγώνα 15-30 ημερών», ελπίζοντας ότι «μια τέτοια αντοχή θα
δόση την ευκαιρία για διεθνή επέμβαση προς τερματισμό της επιδρομής»,
αλλά επιμένει πως είχε την έγκριση μιας μερίδας -τουλάχιστον- της
προηγούμενης (νεοδημοκρατικής) ελληνικής κυβέρνησης και στρατιωτικής
ηγεσίας:
«Μου
ελέχθη ότι οι κ.κ. Καραμανλής και Ράλλης (ο κ. Καραμανλής διά του κ.
Μολυβιάτη) που ηρωτήθησαν πάνω στο θέμα εδήλωσαν πως αγνοούσαν την
αγορά. Η απόκτηση, όπως εξήγησα, έγινε με την σύμφωνον γνώμη του κ.
Αβέρωφ, ο οποίος μάλιστα βρήκε την τιμή πολύ συμφέρουσα σε σύγκριση με
την δαπάνην των 600.000 δολλαρίων που χρειάζονται, όπως είπε, για τον
εκσυγχρονισμό των αρμάτων του Ελληνικού στρατού. Μελέτη για τον τρόπον
μεταφοράς έγινε μόνον εδώ στην Κύπρο και πρόθεση ήταν να μεταφερθούν όλα
ταυτόχρονα. Στις συζητήσεις με τον κ. Αβέρωφ ήτο μαζί μου και ο κ.
Χατζημιλτής. Οπως δε μου επιβεβαίωσε ο κ. Γκράτσιος, η παραγγελία ήτο
υπόψιν του Πενταγώνου. Μου εδόθη η διαβεβαίωση πως θάχουμε όλη τη δυνατή
βοήθεια εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως αφού της δοθή πίστωση
χρόνου να οργανωθή».
Ενδιαφέρουσες
είναι, τέλος, οι εξηγήσεις του Βενιαμίν, τόσο για την άμεση εμπλοκή της
Ελλάδας στη σχεδιαζόμενη μεταφορά των πολωνικών τανκς, όσο και για τους
λόγους που η παραλαβή τους ματαιώθηκε τελικά −με πρόσχημα τις διεθνείς
δυσκολίες της Βαρσοβίας, ένα μήνα πριν από την επιβολή στρατιωτικού
νόμου από τον στρατηγό Γιαρουζέλσκι:
«Οταν
έγινε λόγος για την παραγγελία για τα 65 άρματα εξεφράσθη η αμφιβολία
κατά πόσον ενδείκνυτο η μεταφορά τόσου μεγάλου αριθμού ταυτόχρονα.
Εγένοντο διάφορες εισηγήσεις ως για παράδειγμα όπως καθυστερήσει η
φόρτωση ή όπως μεταφερθούν σε τρίτη χώρα. Εξήγησα γιατί αι λύσεις αυτές
έπρεπε ν’ αποκλεισθούν. Τελικά κατελήξαμε πως η καλύτερη λύση ήτο η
μεταφορά των με ειδικά ναυλωμένο καράβι κάπου στα Ελληνικά νερά και απ’
εκεί να μεθοδευθή η περαιτέρω μεταφορά των στην Κύπρο σε μεταγενέστερο
στάδιο. Οπως θα πρέπει να σας έχει ήδη ενημερώσει ο Πρέσβυς μας στην
Αθήνα οι προμηθευταί για κάποιο παράξενο λόγο όταν τους εζητήθη η
συγκατάθεση για την χρησιμοποίηση δικού μας καραβιού μας απήντησαν πως
δεν μπορούν να εκτελέσουν την παραγγελία τουλάχιστον τώρα. Και η
δικαιολογία είναι πως “τα βλέμματα όλων, Αμερικανών, Αγγλων, Ρώσσων,
είναι στραμμένα απάνω [τους]”».
Η
μόνη έμμεση μνεία σ’ αυτή την άγνωστη ιστορία που μπορέσαμε να
εντοπίσουμε στην υφιστάμενη βιβλιογραφία είναι μια διακριτική αναφορά
στα απομνημονεύματα του τότε Ελληνα πρέσβη στη Λευκωσία, ότι τον
Σεπτέμβριο του 1981 ενημερώθηκε από τον Βενιαμίν για μια «από μακρού
εκκρεμούσα συμφωνία με την Πολωνία για την προμήθεια 65 ερπυστριοφόρων
αρμάτων αξίας 30 εκ. λιρών» (Χρήστος Ζαχαράκις, «Ακρως Απόρρητο -
Ειδικού Χειρισμού», Αθήνα 2008, σ.125). Απουσιάζει όμως οποιαδήποτε
διευκρίνηση για την τελική έκβαση της παραγγελίας.
Εθνάρχης καλεί Εβρέν
Τη
δεύτερη υπόθεση την πληροφορούμαστε κυρίως από το δημοσιευμένο
ημερολόγιο του τότε Βούλγαρου πρέσβη στην Ελλάδα, Νικολάι Τόντοροφ
(Николай Тодоров, «Дневник 1966-1998», Σόφια 2007). Ελληνομαθής
ιστορικός που διατηρούσε πάμπολλες διασυνδέσεις με τη χώρα μας πολύ πριν
από τον διορισμό του, ο συντάκτης του καλλιέργησε τις επαφές του με την
εγχώρια πολιτική τάξη και διανόηση σε βαθμό ασυνήθιστο για τους
ομολόγους του που προέρχονταν από το διπλωματικό σώμα· το ημερολόγιό του
αποδεικνύεται έτσι μοναδική πηγή για την ιστορία της μεταπολιτευτικής
Ελλάδας.
Η ιστορία μας ξεκινά στη Βάρνα, κατά
την επίσημη επίσκεψη εκεί του προέδρου Καραμανλή (25-17/4/1983). Στη
διάρκειά της, ο Ελληνας πρόεδρος συναντήθηκε δύο φορές κατ’ ιδίαν με τον
Βούλγαρο ομόλογό του, Τόντορ Ζίβκοφ. Το δημοσιευμένο αρχείο του δεν
περιλαμβάνει ωστόσο τα σχετικά πρακτικά· μας πληροφορεί μόνο ότι στην
πρώτη «εξετάστηκαν οι διμερείς σχέσεις και η κατάσταση στη Βαλκανική»
(τ. 12ος, σ.286), ενώ στη δεύτερη «οι δύο πρόεδροι συναντήθηκαν για να
εξετάσουν μείζονα διεθνή προβλήματα, την ανάγκη διασφαλίσεως ισορροπίας
δυνάμεων μεταξύ των δύο συνασπισμών, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το
Κυπριακό» (σ.288).
Κατά την επιστροφή του στη
Σόφια, ο Ζίβκοφ ενημέρωσε στο αεροπλάνο τούς υπουργούς της συνοδείας
του (και τον παρόντα Τόντοροφ) γι’ αυτές τις συνομιλίες. Μεταξύ άλλων,
πληροφορήθηκαν πως «ο Καραμανλής παρήγγειλε στον Τ. Ζίβκοφ να έχει υπόψη
του κατά τη συνάντησή του με τον Εβρέν ορισμένες συστάσεις και
προτάσεις, τις οποίες ο Τ. Ζίβκοφ δεν μοιράστηκε μαζί μας» (Тодоров
2007, σ.1244).
Ο στρατηγός Εβρέν ήταν
επικεφαλής της στρατιωτικής χούντας που είχε καταλάβει την εξουσία με το
πραξικόπημα του 1980 κι από το 1982 μέχρι το 1989 κρατούσε, ως Πρόεδρος
της Δημοκρατίας, τα ηνία της στρατοκρατούμενης χώρας.
Ο
Ζίβκοφ επισκέφθηκε επίσημα την Τουρκία στις 6-9 Ιουνίου. Το περιεχόμενο
της παραγγελίας Καραμανλή και τα διαμειφθέντα επ’ αυτής τα
πληροφορούμαστε από επίσημη ενημέρωση του Βούλγαρου υπ.Εξ. Πέταρ
Μλαντένοφ προς το Π.Γ. του ΚΚΒ (29/6/1983), δημοσιευμένη σε πρόσφατη
βουλγαρική έκδοση για την τότε μεταχείριση της τουρκομουσουλμανικής
μειονότητας.
Ο μεσολαβητής μετέφερε μεν το μήνυμα, φρόντισε όμως να βάλει ταυτόχρονα στο κάδρο των διαπραγματεύσεων τον Ανδρέα:
«Ο
σύντροφος Ζίβκοφ πληροφόρησε τον Εβρέν πως ο Καραμανλής κατά την
επίσκεψή του στη Βάρνα εξέφρασε την προθυμία να συναντηθεί μαζί του για
να εξετάσουν και να βρουν λύση στις τουρκοελληνικές διαφορές για το
Αιγαίο. Ο σ. Ζίβκοφ εκμυστηρεύτηκε στον Εβρέν ότι το ελληνικό Σύνταγμα
δίνει λιγότερα δικαιώματα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας απ’ ό,τι το
τουρκικό, γι’ αυτό ο Καραμανλής θα έπρεπε να συμφωνήσει στις θέσεις του
με τον πρωθυπουργό Παπανδρέου, είναι δε γνωστό ότι μεταξύ τους υπάρχουν
γνωστές διαφορές. Αν αυτός, ο Εβρέν, είναι έτοιμος να καλέσει τον
Καραμανλή για συνάντηση, είπε ο σ. Ζίβκοφ, με τη σύμφωνη γνώμη του θα
μπορούσε να βρει τρόπο, με πλήρη μυστικότητα, να έρθει αυτό σε γνώση του
Ελληνα προέδρου.
»Ο Εβρέν απάντησε
ότι κατ’ αρχήν δεν έχει αντίρρηση να συναντηθεί με τον Καραμανλή, είναι
έτοιμος να τον προσκαλέσει, αν όμως ο τελευταίος δεν συνεννοηθεί
προκαταβολικά με τον Παπανδρέου, αυτή η συνάντηση των δύο τους θα είναι
ανώφελη, μια αποτυχημένη δε συνάντηση θα περιέπλεκε ακόμη περισσότερο τα
πράγματα. Ο Εβρέν δήλωσε κατηγορηματικά ότι δέχεται να έρθει ο σ.
Ζίβκοφ σ’ επαφή με τον Καραμανλή και να του μεταφέρει πως είναι έτοιμος
για διάλογο πάνω στα διαμφισβητούμενα ζητήματα μεταξύ Τουρκίας και
Ελλάδας, θα ήθελε όμως να γνωρίζει εκ των προτέρων τι εξουσιοδότηση θα
έχει ο Ελληνας πρόεδρος» (Искра Баева - Евгения Калинова, «“Възродителният процес”. Международни измерения, 1984-1989», Σόφια 2009, σ.50).
Ο Γιάννης, ο Ανδρέας κι η Φωτεινή
Μέχρις
εδώ, το άνοιγμα στον Τούρκο δικτάτορα ήταν προσωπική υπόθεση του
Καραμανλή. Τους επόμενους μήνες, η σκυτάλη της μυστικής διαπραγμάτευσης
με την Αγκυρα θα περάσει ωστόσο στον Ανδρέα και τον «τουρκοφάγο»
αναπληρωτή υπουργό του των Εξωτερικών, Γιάννη Καψή.
Στις
8 Ιουλίου 1983, μια βδομάδα πριν από τη σύναψη της νέας
ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις, ο Τόντοροφ επισκέπτεται τον
Καψή κι αυτός του εξηγεί πως ο επερχόμενος συμβιβασμός με την
Ουάσινγκτον οφείλεται εν μέρει και στην εξ Ανατολών απειλή:
«Καμιά
ελληνική κυβέρνηση δεν θα μπορούσε κάτω από τις υφιστάμενες συνθήκες να
αντέξει την οικονομική και πολιτική πίεση των ΗΠΑ, αν αποφασίσουν να τη
ρίξουν. Αυτό θα μπορούσαν να το καταφέρουν με πολλούς τρόπους,
συμπεριλαμβανομένου του εξής: να σταματήσουν για ένα μήνα την παράδοση
ανταλλακτικών και μέσων συντήρησης του πολεμικού εξοπλισμού και να
επιτρέψουν μια καθαρά επιδεικτική ενέργεια της Τουρκίας σε κάποιο από τα
νησιά έστω και για μια μέρα. Για τον Α. Παπανδρέου αυτό θα ήταν αρκετό
για να υποβάλει την παραίτηση της κυβέρνησης» (Тодоров 2007, σ.1306).
Στα
τέλη του μήνα, ο Τόντοροφ ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την Αθήνα για να
συνεχίσει την ακαδημαϊκή του καριέρα στη Σόφια. Στις 28 συναντά
εθιμοτυπικά τον Ανδρέα, που του δίνει το προσωπικό του τηλέφωνο για να
επικοινωνήσει μαζί του όποτε ξανάρθει στην Ελλάδα (σ.1329). Την επομένη,
ενώ πακετάρει τα μπαγκάζια του, θα δεχτεί ωστόσο μιαν αναπάντεχη
πρόσκληση:
«Με
κάλεσαν επειγόντως για συνάντηση στις 12 η ώρα με τον Γ. Καψή.
Συγκέντρωσα στο μυαλό μου ό,τι ήταν δυνατό, ιδίως τα αγιορείτικα
ζητήματα, αλλά ήμουν αιφνιδιασμένος.
»Ο
Γ. Καψής μού έδωσε να διαβάσω την πληροφορία, άρτι παραληφθείσα από τη
Σόφια, με προσωπική αναφορά του [πρέσβη] Μπουρλογιάννη-Τσαγκαρίδη για τη
συνομιλία του Ζίβκοφ με τον Εβρέν. Γι’ αυτό το ζήτημα, μου είπε,
συζήτησαν με τον Α. Παπανδρέου. Το εξέτασαν πολύ σοβαρά. Εκτός αυτού
βρίσκουν όμως πως είναι επικίνδυνο για την κυβέρνηση και πρέπει να το
διαχειριστούν με απόλυτη διακριτικότητα. Αποφάσισαν δε να παρακάμψουν
τον πρέσβη τους και να στραφούν σ’ εμένα για να γνωστοποιήσω στη Σόφια
και να χρησιμεύσω ως σύνδεσμος για την προώθησή του. Εθεσε ορισμένα
προκαταρκτικά ζητήματα, τα οποία θέλει να διευκρινιστούν κι ελπίζοντας
στη διαμεσολάβησή μας είναι έτοιμος να έρθει π.χ. για κυνήγι, για να
κανονιστεί η κατάλληλη συνάντηση. Από ελληνικής πλευράς τις συνομιλίες
θα διεξάγει ο Γ. Καψής. Ολα αυτά τα ζήτησε με τον όρο να τα μεταδώσω
απευθείας στη Σόφια, δίχως να χρησιμοποιηθεί ο διπλωματικός δίαυλος. Με
συμβουλεύει να χρησιμοποιήσω την Τομαή, την αρχαιολόγο - ακόλουθο Τύπου
στη Σόφια» (σ.1330-1).
Η Φωτεινή
Τομαή ήταν ήδη γνωστή στον Βούλγαρο πρέσβη (και ιστορικό) από
εξωδιπλωματικά κανάλια. Η πρώτη σχετική μνεία στο ημερολόγιο φέρει
ημερομηνία 23/6/1983: «Είχα πάλι συζήτηση με την Τομαή - ακόλουθο
Τύπου στην ελληνική πρεσβεία στη Σόφια. Μου είπε πως έμαθε βουλγαρικά,
αρχαιολόγος. Εφυγε με σύσταση του ακαδημαϊκού Σακελλαρίου, μόλις βρήκε
δουλειά κι εξασφάλισε υποτροφία. Τη γοητεύει όμως η διαμονή για
μεγαλύτερο διάστημα στη Βουλγαρία. Φαίνεται πως της μένει λίγος χρόνος.
Θέλει να τη βοηθήσω» (σ.1292).
Την 1η
Αυγούστου, ο Τόντοροφ με τη σύζυγό του επιστρέφουν αεροπορικά στη Σόφια.
Η ελληνική μυστική διπλωματία αποδεικνύεται ωστόσο πανταχού παρούσα: «Στο
αεροσκάφος την ώρα της πτήσης με πλησίασε η κυρία Τομαή, από την
ελληνική πρεσβεία στη Σόφια. Είναι αρχαιολόγος, προετοιμαζόταν για
επιστημονικό έργο, αλλά την έστειλαν στην πρεσβεία ως έμπιστο άνθρωπο
του ΠΑΣΟΚ. Μου λέει πως ο Γ. Καψής έχει ετοιμαστεί να έρθει ινκόγκνιτο
στη Βουλγαρία και πως αυτό το ξέρουν δύο μόνο άνθρωποι: αυτή κι εγώ. Ο
Γ. Καψής την προειδοποίησε να μη μιλήσει επ’ αυτού με κανέναν. Εγώ ο
ίδιος θα έβρισκα τρόπο να την ενημερώσω» (σ.1341).
«Συνεκμετάλλευση του Αιγαίου»
Η
αναπάντεχη αυτή επαφή θα δώσει στον άρτι αποχωρήσαντα πρέσβη το
ερέθισμα για μια εκτενέστερη (και σαφώς διαφωτιστικότερη) περιγραφή του
ελληνικού αιτήματος:
«Ιδού
η συνομιλία μου με τον Γ. Καψή. Ζήτησε συγγνώμη που με κάλεσε Παρασκευή
μεσημέρι αμέσως πριν από την αναχώρηση. Με παρακάλεσε να κάτσω και μου
έδωσε να διαβάσω ένα ντοκουμέντο. Αποδείχθηκε πως αυτό ήταν έκθεση του
Ελληνα πρέσβη στη Σόφια, Ιωάννη Μπουρλογιάννη-Τσαγκαρίδη πάνω στη
συνομιλία του Τόντορ Ζίβκοφ με τον Τούρκο πρόεδρο Κενάν Εβρέν. Κατόπιν ο
Γ. Καψής μού είπε ότι την προηγούμενη μέρα γευμάτισαν μαζί με τον
πρωθυπουργό Α. Παπανδρέου εκτός Αθηνών και συζήτησαν γι’ αυτό το ζήτημα.
Αποδίδουν μεγάλη σημασία στην αποστολή με την οποία καταπιάστηκε ο Τ.
Ζίβκοφ και του εκφράζουν τη θερμή ευγνωμοσύνη τους. Ταυτόχρονα
αποφάσισαν να αποκλείσουν τον διπλωματικό δίαυλο, λόγω της ανάγκης για
πλήρη μυστικότητα. Ο Α. Παπανδρέου πρότεινε στον Γ. Καψή να διεξάγει
προκαταρκτικές συνομιλίες και να προετοιμάσει συνάντηση υψηλού επιπέδου.
Επέλεξαν εμένα για να γνωστοποιηθούν στη Σόφια η θέση τους και οι
διευκρινήσεις που θα επιθυμούσαν να λάβουν. Με παρακάλεσε αυτό που μου
είπε και θα μου πει να μην το στείλω με τηλεγράφημα, αλλά να το μεταφέρω
άμεσα στην κρατική ηγεσία μας.
»Ο
Γ. Καψής θέλει να ξέρει τη γνώμη μας, αν θεωρούμε πως ο Κ. Εβρέν
σκέφτεται στ’ αλήθεια ότι μπορεί να προκύψει κάτι από παρόμοια συνάντηση
υψηλού επιπέδου ή ο στόχος του είναι να εκμεταλλευτεί αυτό το γεγονός
για δικούς του μόνο πολιτικούς σκοπούς. Για την ελληνική πλευρά είναι
πολύ βασικό να το γνωρίζει αυτό, καθώς η κατάσταση στην Ελλάδα είναι
τέτοια που αρκεί να διαδοθεί ότι διεξάγονται μυστικές ελληνοτουρκικές
συνομιλίες για να αναγκαστεί η κυβέρνηση να υποβάλει αμέσως την
παραίτησή της. Αυτό είναι που υποχρεώνει την ελληνική πλευρά ν’ αποδίδει
τόση σημασία στην απόλυτη μυστικότητα.
»Τόνισε
επιπλέον ιδιαίτερα ότι δεν μπορούν να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις όσον
αφορά την κυριαρχία και τα εθνικά θέματα της Ελλάδας. Είναι όμως έτοιμοι
να διαπραγματευτούν για όλα τα άλλα ζητήματα δίχως προκαταρκτικούς
όρους και δίχως προκαθορισμό των προς εξέταση ζητημάτων (για αμοιβαίες
οικονομικές σχέσεις, για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου, για ενίσχυση των
επαφών κ.ο.κ.). Για οτιδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει και σε γενικότερα
αποτελέσματα για τις δύο χώρες μέσω της αποκατάστασης των μεταξύ τους
σχέσεων.
»Η ελληνική πλευρά δεν
μπορεί φυσικά να προβεί στην παραμικρή πρωτοβουλία. Υπολογίζουν στις
καλές υπηρεσίες και τη διαμεσολαβητική πρωτοβουλία της ηγεσίας της χώρας
μας. Ο Γ. Καψής είναι έτοιμος να έρθει στη Βουλγαρία με κάποιο αθώο
πρόσχημα για συνάντηση με τον Τούρκο αντιπρόσωπο −π.χ. πρόσκληση για
κυνήγι, για φιλοξενία. Οι επαφές μαζί του προτείνει να ρυθμιστούν μέσω
της κυρίας Τομαή, η οποία μπορεί πάντοτε να με πλησιάσει δίχως να
προκαλέσει υποψίες (είναι αρχαιολόγος και θέλει να συγκεντρώσει υλικό σ’
εμάς για τη διατριβή της). Να της παραδοθεί σφραγισμένος φάκελος, τον
οποίο αυτή θα του φέρει αμέσως η ίδια με το αυτοκίνητό της.
»Εκθέτοντάς
τα όλα αυτά, ο Γ. Καψής υπογραμμίζει τη μεγάλη ευγνωμοσύνη του Α.
Παπανδρέου προς τον Τ. Ζίβκοφ, που ανέλαβε προσωπικά ένα τέτοιο δύσκολο
αλλά ευγενές και ζωτικό για την Ελλάδα καθήκον. Σήμερα οι ΗΠΑ είναι
αυτές που έχουν κατεξοχήν συμφέρον από την ένταση στις σχέσεις μεταξύ
Ελλάδας και Τουρκίας· και πολιτικό και οικονομικό και
στρατιωτικό/στρατηγικό» (σ.1341-2).
Από τη μυστική διπλωματία στο αρχείο
Η
συνέχεια της υπόθεσης παραμένει σκοτεινή. Ο Τόντοροφ αναφέρει μονάχα
πως ενημέρωσε γραπτά επ’ αυτού τον Βούλγαρο υπ.Εξ., προτού εγκαταλείψει
τη διπλωματία για να επιστρέψει στα επιστημονικά καθήκοντά του (σ.1343).
Σε κάθε περίπτωση, η μονομερής ανακήρυξη ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού
κράτους τον επόμενο Νοέμβριο έθεσε λογικά τέρμα στις όποιες
βολιδοσκοπήσεις.
Το κεφάλαιο της
ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης θα ξανανοίξει στις αρχές του 1988 με τη
συνάντηση Ανδρέα-Οζάλ στο Νταβός, μετά την παραλίγο ένοπλη σύρραξη της
προηγούμενης χρονιάς για τις έρευνες στο Αιγαίο. Εκ των υστέρων, αυτό
που έχει σημασία είναι άλλωστε η προθυμία των Ανδρέα και Καψή για μια
συνολική διευθέτηση, απείρως ελαστικότερη από τις «κόκκινες γραμμές» που
χάραζαν στο δημόσιο λόγο τους.
Στο
ημερολόγιο του πρώην πρέσβη, ο μυστικός σύνδεσμος θα μνημονευτεί δύο
ακόμη φορές στα κατοπινά χρόνια, με άσχετες όμως αφορμές. Η πρώτη
εγγραφή, στις 23/3/1992, συνοψίζει -με μικροδιορθώσεις- και συμπληρώνει
όσα ήδη γνωρίζουμε:
«Δείπνο
στου Νίκου Κωνσταντόπουλου, δικηγόρου, που μου λέει πως έμεινε 6 χρόνια
στη φυλακή τον καιρό της χούντας. Η γυναίκα του -από δεύτερο γάμο-
Τομαή, ήταν στη Βουλγαρία στην ελληνική πρεσβεία μετά την άνοδο του
ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Φιλόδοξη, απέκτησε μέσω εμού διάφορες επαφές με τους
επιστημονικούς κύκλους, ιστορικός-αρχαιολόγος (μου τη σύστησε ο Μιχαήλ
Σακελλαρίου), κατάφερε να κάνει διατριβή. Τώρα κυνηγά τη θέση της Δόμνα
Δοντά [της διευθύντριας του Ιστορικού Αρχείου του υπ. Εξωτερικών], που
την προωθεί» (σ.2395).
Η δεύτερη
μνεία (7/10/1994), στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής συνάντησης με τον
βαλκανιολόγο εμπειρογνώμονα του ελληνικού υπ.Εξ., παραπέμπει λακωνικά σε
όσα οι ενδιάμεσες εξελίξεις είχαν ήδη καταστήσει απόμακρο παρελθόν:
«Συνάντηση
με τον Κωφό. [...] Απ’ αυτόν έμαθα πως η δεσποινίς Τομαή, κυρία
Κωνσταντοπούλου πλέον, έγινε διευθύντρια του Αρχείου του υπουργείου
Εξωτερικών. Μου την είχαν συστήσει από το ΠΑΣΟΚ για άμεση επαφή, όταν
ήταν στην πρεσβεία στη Βουλγαρία. Ελεγε πως θα έγραφε διατριβή για τη
Βουλγαρία και τις ελληνοβουλγαρικές σχέσεις στο Μεσοπόλεμο» (σ.2572). ΠΗΓΗ ΕΦ. ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΤΩΡΑ.GR Θ.ΠΙΣΤΙΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου