Του Βασίλη Σωτηρόπουλου*
- Το περίφημο “δημοσιογραφικό απόρρητο”, δηλαδή η υποχρέωση των δημοσιογράφων να μην αποκαλύπτουν τις πηγές τους, έχει γνωρίσει σημαντική σχετικοποίηση στον σύγχρονο κόσμο. Η κλασική αναφορά σε “απόρρητο”, με τις απόλυτες συμπαραδηλώσεις της, αντικαθίσταται σταδιακά με τον πιο ισορροπημένο όρο “προστασία των δημοσιογραφικών πηγών”.
Η ανάγκη των δημοσιογράφων για πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες που αλλιώς δεν θα έφταναν στο φως της δημοσιότητας, σε συνδυασμό με την υποχρέωση προστασίας των προσώπων που διαθέτουν, όχι πάντα νόμιμα, αυτές τις πληροφορίες, οδήγησε στην αναγνώριση της δεοντολογικής υποχρέωσης-δικαιώματος απόκρυψης των πηγών.
Η αξίωση αυτή βρίσκεται σε σχέση έντασης προς την υποχρέωση παράθεσης των στοιχείων που θεμελιώνουν μια αρνητική είδηση, καθώς και προς την υποχρέωση διασταύρωσης της πληροφορίας: εάν ο δημοσιογράφος έχει δικαίωμα να αποκρύψει την πηγή του, μπορεί να αποκρύψει και τα πλήρη στοιχεία που διαθέτει, καθώς και να αποφύγει τη διασταύρωση από ανεξάρτητες –προστατευόμενες– πηγές.
Ταυτόχρονα, η υποχρέωση προστασίας των πηγών δεν έχει γνωρίσει μια αυτοτελή νομική βάση στις περισσότερες νομοθεσίες: δεν υπάρχει ένας νόμος που να λέει ότι ο δημοσιογράφος έχει δικαίωμα να μην αποκαλύψει τις πηγές του. Πρόκειται για έναν δεοντολογικό κανόνα, απέναντι στον οποίο ο δημοσιογράφος μπορεί να κληθεί να αναλάβει τις ευθύνες του σε περίπτωση που προκρίνει ότι η τήρησή του είναι πιο σημαντική από τις ανάγκες για απονομή της δικαιοσύνης ή καταπολέμηση του εγκλήματος.
H προστασία των δημοσιογραφικών πηγών δεν είναι ως εκ τούτου απόλυτη. Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο αναγνωρίζει σημαντικούς λόγους για τους οποίους οι δημοσιογραφικές πηγές πρέπει να αποκαλυφθούν, χωρίς αυτό να θίγει την ελευθερία του Τύπου. Η συζήτηση αυτή αφορά έτσι τη στάθμιση ανάμεσα σε αντικρουόμενα έννομα συμφέροντα.
Από την μία πλευρά, η ελευθερία της πληροφόρησης περιλαμβάνει την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών, γιατί διαφορετικά υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες που δεν θα έφταναν ποτέ στο φως της δημοσιότητας.
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχουν κι άλλα έννομα συμφέροντα, τα οποία κατά περίπτωση μπορεί να κρίνονται ως υπερισχύοντα της εκάστοτε προστασίας της ελεύθερης πληροφόρησης, όπως για παράδειγμα η διερεύνηση σοβαρών εγκλημάτων.
Η παραδοχή αυτή επαναπροσδιορίζει την ίδια τη φύση του δημοσιογραφικού απορρήτου και λόγοι ασφάλειας δικαίου, τόσο για τους δημοσιογράφους, όσο και για τους πληροφοριοδότες τους, επιβάλλουν την μελέτη μιας όσο το δυνατόν πιο αναλυτικής περιπτωσιολογίας για την περίπτωση της άρσης του δημοσιογραφικού απορρήτου.
Σε προνομιακή θέση παρακολούθησης των εξελίξεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, όσον αφορά τις τάσεις για την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών, βρίσκεται το κεντρικό δικαιοδοτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης, δηλαδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με αφετηρία το ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, στην οποία περιλαμβάνεται και η με κάθε μέσο μετάδοση και λήψη πληροφοριών, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει τη σημασία της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών ως υπαρκτικό παράγοντα της ίδιας της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης. O τύπος έχει αναγνωριστεί ως το ευρύτατα προστατευόμενο μέσο ελευθερίας της έκφρασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των πηγών.
Σε μια σειρά αποφάσεις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναγνώρισε ότι η επιβολή κρατικών μέτρων που έθιγαν το απόρρητο των δημοσιογραφικών πηγών συνιστούσε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην Ολλανδία, δύο δημοσιογράφοι που αποκάλυψαν πληροφορίες οι οποίες περιέχονταν σε έγγραφα μυστικών υπηρεσιών που κατείχαν, έλαβαν σχετική εντολή για παράδοση των εγγράφων και, στη συνέχεια, στράφηκαν δικαστικά εναντίον του κράτους για τηλεφωνική παρακολούθησή τους.
Τα ολλανδικά δικαστήρια απέρριψαν τα αιτήματά τους, ενώ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, με αυτές τις ενέργειες, το κράτος παραβίασε το δικαίωμα των δημοσιογράφων στην ελευθερία της έκφρασης –στην οποία περιλαμβάνεται και το απόρρητο των πηγών– καθώς και το δικαίωμα των δημοσιογράφων για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εθνική ασφάλεια είναι μεν ένας στόχος που μπορεί να υπερέχει κάποιες φορές της προστασίας των δημοσιογραφικών πηγών, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση οι μυστικές υπηρεσίες μπορούσαν να εντοπίσουν τον υπαίτιο της διαρροής με ηπιότερο μέσο, διαβάζοντας δηλαδή τα επίμαχα έγγραφα κι εντοπίζοντας τον δράστη, χωρίς να είναι απαραίτητο να παρακολουθήσουν τους ίδιους τους δημοσιογράφους.
Κρίσιμο δηλαδή για την προστασία των δημοσιογραφικών πηγών ήταν το γεγονός ότι το κράτος είχε εναλλακτικά ηπιότερα μέτρα για την προστασία του αντίρροπου έννομου συμφέροντος που, εν προκειμένω, κωδικοποιήθηκε υπό τον ασαφή όρο της “εθνικής ασφάλειας”. Σε άλλη υπόθεση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσχεση φωτογραφιών, που αφορούσαν παράνομους αυτοκινητικούς αγώνες και τηρούνταν στο αρχείο ενός περιοδικού, συνιστούσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης –στην πτυχή της που αφορά το δημοσιογραφικό απόρρητο– καθώς η σχετική ενέργεια δεν βασιζόταν σε επαρκή νομική βάση.
Όμοια ήταν η απόφαση και στην υπόθεση τεσσάρων βρετανικών εφημερίδων κι ενός πρακτορείου ειδήσεων που υποχρεώθηκαν να αποκαλύψουν έγγραφα που οδηγούσαν σε ταυτοποίηση δημοσιογραφικών πηγών σχετικά με επιχειρηματικές κινήσεις μιας εταιρίας παραγωγής αλκοολούχων: το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναγνώρισε την παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης.
Πέρα από τη νομική προστασία, ο δημοσιογράφος μπορεί να αχθεί ενώπιον του πρακτικού διλήμματος: είτε θα αποκαλύψει τις πηγές του, είτε θα φυλακιστεί. Ένας δημοσιογράφος αρνήθηκε να αποκαλύψει τις πηγές του όσον αφορά δύο άρθρα που είχε γράψει σε μια εφημερίδα σχετικά με ποινική διερεύνηση για εμπόριο όπλων και τέθηκε υπό κράτηση για πάνω από δύο εβδομάδες, προκειμένου να ενδώσει.
Η υπόθεση έφτασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον της γνώσης περί της ταυτότητας της δημοσιογραφικής πηγής δεν υπερείχε του συμφέροντος του δημοσιογράφου να τηρήσει το απόρρητο. Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι σε αυτή την υπόθεση είχε παραβιαστεί όχι μόνο το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, αλλά και το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία.
Το απόρρητο των πηγών δεν είναι όμως απαραβίαστο. Ένας δημοσιογράφος που έκανε έρευνα υπό κάλυψη στο πλαίσιο ενός ντοκιμαντέρ για την παιδοφιλία στη Δανία διατάχθηκε να αποκαλύψει σχετικό υλικό. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η δικαστική εντολή ήταν σύμφωνη με τη αρχή της αναλογικότητας και ότι η παρέμβαση στις πηγές του δημοσιογράφου ήταν δικαιολογημένη ενόψει του σκοπού της καταπολέμησης του εγκλήματος, καθώς εν προκειμένω αφορούσε μια σοβαρή υπόθεση σε βάρος των δικαιωμάτων του παιδιού. Η σχετική προσφυγή μάλιστα απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και προδήλως αβάσιμη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Περιπτώσεις παραβίασης του δημοσιογραφικού απορρήτου δεν αποτελούν μόνο εκείνες στις οποίες ο δημοσιογράφος δέχεται μια διαταγή ή τίθεται ενώπιον ενός διλήμματος αποκάλυψης ή μη. Οι αστυνομικές έρευνες σε αρχεία δημοσιογράφων έχει κριθεί ότι, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μπορεί επίσης να αποτελούν παραβίαση της προστασίας των πηγών.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν οι έρευνες που έγιναν στις εγκαταστάσεις των εφημερίδων L’ ‘Equipe και LePoint, αλλά και στα σπίτια δημοσιογράφων που είχαν κατηγορηθεί για παραβίαση της μυστικότητας των ερευνών της δικαιοσύνης. Οι αρχές ήθελαν να ταυτοποιήσουν την πηγή των διαρροών, αλλά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος δεν είχε σταθμίσει σωστά τα αντικρουόμενα συμφέροντα.
Τα μέτρα που ελήφθησαν δεν ήταν αντίστοιχης βαρύτητας με τον επιδιωκόμενο νόμιμο στόχο, λαμβάνοντας υπόψη την σημασία του Τύπου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Σε αυτή την υπόθεση, η Γαλλία καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης. Η αστυνομική έρευνα σε αρχεία ή σε σπίτια δημοσιογράφων δεν απαγορεύεται απολύτως, εάν οι αρχές είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για να διαπιστωθούν στοιχεία προσώπων που συνδέονται με την τέλεση σοβαρών εγκλημάτων. Στην θέση αυτή κατέληξε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις υποθέσεις Martin και άλλοι κατά Γαλλίας (12.4.2012), Tillack κατά Βελγίου (27.11.2007), Ernst και άλλοι κατά Βελγίου (15.7.2003), Roemen και Schmitt κατά Λουξεμβούργου (25.2.2003).
Η προστασία των δημοσιογραφικών πηγών υπάρχει λοιπόν για συγκεκριμένους λόγους: για τη διασφάλιση της ικανότητας των δημοσιογράφων να έχουν πρόσβαση σε αξιόπιστες πληροφορίες, που αλλιώς δεν θα έφταναν ποτέ στο φως της δημοσιότητας. Εάν ελλείπουν αυτοί οι λόγοι, τότε υπερισχύουν οι κανόνες της διαφάνειας, που επιτρέπουν την ειδική διαχείριση των πληροφοριών που κατέχουν οι δημοσιογράφοι από τις αρχές.
Σε δύο περιπτώσεις φαίνεται ότι τα έννομα συμφέροντα είναι τόσο σοβαρά ώστε να επανέρχονται οι κανόνες διαφάνειας: καταπολέμηση του εγκλήματος και λόγοι εθνικής ασφάλειας. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, η άρση του δημοσιογραφικού απορρήτου δεν γίνεται μηχανιστικά, αλλά θα πρέπει οι αρχές να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να φτάσουν στον πληροφοριακό τους στόχο: ακόμη κι όταν πρόκειται για έγγραφα μυστικών υπηρεσιών κρίθηκε, όπως προεκτέθηκε, ότι ο δημοσιογράφος πρέπει να μην θίγεται, όταν οι υπαίτιοι μπορούν να εντοπιστούν με άλλα μέσα.
Το σίγουρο είναι ότι η ασάφεια της κατοχύρωσης του δημοσιογραφικού απορρήτου και οι διακυμάνσεις που παρουσιάζονται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν μπορούν να χαιρετιστούν από την άποψη της ασφάλειας δικαίου. Αποτελεί έργο των δημοσιογραφικών οργανώσεων, αλλά και του νομοθέτη, ο καθορισμός συγκεκριμένων περιπτώσεων υπό τις οποίες θα προβλέπονται ειδικές εγγυήσεις για την τήρηση και την άρση του δημοσιογραφικού απορρήτου, αλλά και για την τύχη του υλικού μετά την άντλησή του από τα σχετικά αρχεία.
Oι απόψεις που καταγράφονται στο άρθρο είναι προσωπικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου