ΑΠΟΨΕΙΣ
Στη μεριά των νικητών βρέθηκαν και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο αύξησε τις δυνάμεις του κατά 3,5%, το ΚΚΕ που αύξησε την επιρροή του κατά 2%, καθώς και μικρότερα κόμματα, που είτε κατάφεραν να εισέλθουν στη Βουλή (Ελληνική Λύση), είτε δεν κατάφεραν να το επιτύχουν (ΝIKH, Πλεύση Ελευθερίας). Μεγάλος ηττημένος της εκλογικής διαδικασίας είναι αναμφισβήτητα ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., ο οποίος κατέγραψε ποσοστό 20% και απώλειες της τάξης του 11,5% συγκριτικά με τις εκλογές του 2019.
Και ενώ ο θρίαμβος της Ν.Δ. και των δεξιών δυνάμεων είναι δεδομένος, το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης αφήνει δύο μεγάλα ερωτήματα αναπάντητα. Πρώτον, αν ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. υπέστη μια μη αναστρέψιμη, στρατηγική ήττα, χάνοντας τη θέση του ως κυρίαρχος πόλος του κεντροαριστερού χώρου, και αν η Ν.Δ. μπορεί πράγματι, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη νίκη στις επόμενες εκλογές, να διασφαλίσει ότι μερίδα ψηφοφόρων της δεν θα προτιμήσει αυτή τη φορά να ψηφίσει την πρώτη, χωρίς εκπτώσεις κομματική επιλογή ή ακόμα και να στηρίξει κάποιο από τα πρωτοεμφανιζόμενα μη δοκιμασμένα στην κεντρική πολιτική σκηνή κόμματα, όπως η ΝIKH.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό των εκλογών της 21ης Μαΐου, που επιβεβαιώνει και τη συντριπτική νίκη της αφήγησης της Ν.Δ. και την κατά κράτος ήττα της αντίστοιχης του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., είναι ότι το 59% του εκλογικού σώματος ψήφισε ως να ήταν εκλογές δεύτερης τάξης (βλ. ευρωεκλογές). Με άλλα λόγια, ψήφισε το κόμμα με το οποίο είτε συμφωνούσε περισσότερο πολιτικά, είτε θέλοντας να στείλει μήνυμα δυσαρέσκειας, είτε πειραματιζόμενο με νέες επιλογές, αλλά πάντως χωρίς να έχει κατά νου το διακύβευμα του ποιος θα κυβερνήσει τον τόπο.
Αντίθετα, το 41% του εκλογικού σώματος ψήφισε ως να ήταν βουλευτικές εκλογές, όπου πράγματι κρινόταν η διακυβέρνηση της χώρας, στηρίζοντας τη Ν.Δ., όχι μόνο με θετικό πρόσημο αλλά και με κριτική ματιά, ως τη βέλτιστη κυβερνητική λύση. Και είναι αυτός ο δυϊσμός που οδήγησε στον κατακερματισμό της αντικυβερνητικής ψήφου και στον αντίστοιχο θρίαμβο της Ν.Δ. ή, με άλλα λόγια, τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. στα κατώτερα δυνητικά εκλογικά του όρια και τη Ν.Δ. στα δικά της ανώτερα. Και το ζήτημα που προκύπτει πλέον μετά τη χαώδη ποσοστιαία απόσταση μεταξύ των δύο κομμάτων είναι ότι δύσκολα στις επαναληπτικές κάλπες θα συσπειρωθούν, έστω και με κριτική διάθεση, ακροατήρια υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., καθώς το δίλημμα «Μητσοτάκης ή οτιδήποτε άλλο» έχει αφαιρεθεί πλέον από το τραπέζι.
Ωστόσο -και εύλογα- το κυρίαρχο θέμα συζήτησης είναι η αποκωδικοποίηση της κατακρήμνισης των ποσοστών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και το πρώτο βήμα για την κατανόηση αυτής της εξέλιξης είναι η παραδοχή της ήττας, που εκ των πραγμάτων θα σήμαινε και ανάληψη της ευθύνης. Και δυστυχώς ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. μοιάζει προσώρας να μην έχει κατανοήσει τι έχει συμβεί, υποστηρίζοντας περίπου ότι η κύρια ευθύνη βαραίνει όσους πολιτικούς δρώντες δεν αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα προοδευτικής συνεργασίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε χιλιάδες ψηφοφόρους, οι οποίοι διαμοιράστηκαν προς πάσα κατεύθυνση (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΜέΡΑ25, Πλεύση Ελευθερίας και αποχή). Και αυτό συνέβη όχι γιατί «τα είπε» πολύ αριστερά ή πολύ δεξιά. Αυτό συνέβη γιατί «τα είπε» θολά, παγιδευμένος σε μια λογική άκρατου τακτικισμού και απουσίας συγκεκριμένης μεθοδολογίας στη μακρά περίοδο.
Αυτό συνέβη διότι το κόμμα θεώρησε σε μεγάλο βαθμό ότι αν τα λέει όλα, μπορεί να συσπειρώσει ευρύτερα ακροατήρια, μη συνειδητοποιώντας ότι συμπεριφερόμενο κατά τέτοιο τρόπο τελικά δεν λέει τίποτα. Πώς μπορεί ένα κόμμα, που το νούμερο ένα πρόβλημά του είναι το έλλειμμα αξιοπιστίας, να υποστηρίζει δημόσια πως «άλλα λένε οι πολιτικοί πριν από τις εκλογές και άλλα μετά;».
Πώς είναι δυνατόν ένα κόμμα να θεωρεί ότι μπορεί να εμπνεύσει το 2023 με υλικά του 1980, ως προς το ύφος και τα σύμβολα της ρητορικής του; Πώς μπορεί ένα κόμμα να χαράξει νικηφόρα στρατηγική αποδόμησης του αντιπάλου αν δεν έχει κατά κανέναν τρόπο κατανοήσει γιατί το 41% του εκλογικού σώματος επέλεξε να στηρίξει τη Ν.Δ.; Πώς μπορεί τελικά ένα κόμμα να χαράζει στρατηγική στη βάση της εικόνας που σχηματίζεται στους τοίχους των social media των στελεχών και των φίλων του, καθώς και των κομματικών συγκεντρώσεών του, δηλαδή στη βάση μιας εικονικής πραγματικότητας, η οποία διαψεύστηκε εκκωφαντικά στην κάλπη της 21ης Μαΐου;
Αν τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. δεν στείλει ένα μήνυμα στην κοινωνία αντίστοιχα σοκαριστικό με αυτό που η τελευταία τού έστειλε στις πρώτες κάλπες, τότε τα πράγματα θα είναι μη αναστρέψιμα. Και επειδή κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι «ισχυρή αντιπολίτευση απέναντι στην αλαζονική κυβέρνηση της Ν.Δ.» μπορεί κάλλιστα να σημαίνει ΠΑΣΟΚ ή ΚΚΕ και όχι ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., το μήνυμα πρέπει να εμπεριέχει απαραιτήτως δύο στοιχεία: Πρώτον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. φέρει στο ακέραιο την απόλυτη ευθύνη για το γεγονός ότι απώλεσε την εμπιστοσύνη 600 χιλιάδων ψηφοφόρων, όχι ως κυβέρνηση αλλά αντιπολιτευόμενη στη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, και παράλληλα ότι εγγυάται πως θα τα αλλάξει όλα προχωρώντας σε μια εις βάθος ανανέωση προσώπων, ύφους και μεθοδολογίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. πρέπει να πείσει ότι δεν έχει γίνει το παλιό, αλλά ότι παραμένει το νέο, το φρέσκο και το κοινωνικά χρήσιμο. Δεν χρωστάει η κοινωνία στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. αλλά το κόμμα της Αριστεράς στην κοινωνία.
* Υπ. διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης / PhD, Candidate in Political Science, επικεφαλής Πολιτικής & Κοινωνικής Ερευνας της Prorata / Prorata’s Head of Political & Social Research
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου