Το κλείσιμο Δημοτικών, Γυμνασίων και Λυκείων με μικρό μαθητικό πληθυσμό, που βρίσκονται συνήθως σε δυσπρόσιτες περιοχές, και η συνένωσή τους με γειτονικές σχολικές μονάδες αποτελεί πάγια πολιτική των υπουργών Παιδείας την τελευταία 15ετία. ● Πρόκειται για σχεδιασμούς που εκπορεύονται από τον ΟΟΣΑ, το 3ο Μνημόνιο και την Εκθεση Πισσαρίδη που, σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα, απειλούν να μεταμορφώσουν δραματικά το εκπαιδευτικό τοπίο της χώρας. Λίγο πριν από τις αρχές του προηγούμενου σχολικού έτους, στο ΦΕΚ 4582/30-8-2022 «Ιδρύσεις, καταργήσεις, συγχωνεύσεις, υποβιβασμοί και προαγωγές Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων 2022-2023» καταγράφηκαν εκατοντάδες καταργήσεις και συγχωνεύσεις Δημοτικών και Νηπιαγωγείων.
Αντίστοιχα, λίγο πριν από τις αρχές του τρέχοντος σχολικού έτους 2023-2024, σε μια σειρά ΦΕΚ που εκδόθηκαν τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2023 καταγράφηκαν πάνω από 250 Δημοτικά Σχολεία, Νηπιαγωγεία αλλά και Γυμνάσια που συγχωνεύτηκαν ή έκλεισαν τελείως τις πόρτες τους στους μαθητές για το σχολικό έτος 2023-2024.
Είναι αλήθεια ότι το φαινόμενο της αναστολής ή της κατάργησης της λειτουργίας σχολικών μονάδων σε όλη την Ελλάδα έχει πάρει εκρηκτικές μορφές τα τελευταία χρόνια. Η Κεντρική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και η Ηπειρος είναι δυστυχώς «πρωταθλήτριες» στο κλείσιμο σχολείων. Με αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων το καλοκαίρι του 2023 μπήκαν σε αναστολή λειτουργίας 117 σχολεία στην Κεντρική Μακεδονία, 31 σχολεία στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και 29 σχολεία στην Ηπειρο.
Και επειδή, ως γνωστόν, τα σχολεία μαζί με άλλες υποδομές (ιατρικό κέντρο, ταχυδρομείο κ.λπ.) αποτελούν έναν παράγοντα που λειτουργεί επικουρικά στην απόφαση ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας να παραμείνει στον τόπο της, όλοι καταλαβαίνουμε τις συνέπειες της κατάργησης ή συγχώνευσης σχολικών μονάδων.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία γεννήσεων της ΕΛΣΤΑΤ (https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SPO03/-), έρχονται δύσκολες μέρες για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 2024-2025. Ενώ το 2010 είχαμε περίπου 115.000 γεννήσεις, μία δεκαετία μετά, το 2021 είχαμε μόλις 85.000 γεννήσεις, δηλαδή περίπου 30.000 λιγότερα παιδιά.
Από την περσινή και τη φετινή χρονιά άρχισε να αποτυπώνεται για τα καλά η δραματική πτώση των γεννήσεων στη λειτουργία του Γυμνασίου, ενώ το ίδιο θα συμβεί στα Λύκεια από το 2025 και μετά. Εάν δεν αντιστραφεί η κατάσταση, το ΙΟΒΕ υπολογίζει ότι μέχρι το 2035 ο συνολικός αριθμός μαθητών στα σχολεία θα έχει μειωθεί σε 1.050.000, δηλαδή θα έχουν «εξαφανιστεί» 430.000 μαθητές, το 1/3 όσων φοιτούν σήμερα.
Λίγο πριν από τις αρχές του προηγούμενου σχολικού έτους, στο ΦΕΚ 4582/30-8-2022 «Ιδρύσεις, καταργήσεις, συγχωνεύσεις, υποβιβασμοί και προαγωγές Δημοτικών Σχολείων και Νηπιαγωγείων 2022-2023» καταγράφηκαν εκατοντάδες καταργήσεις και συγχωνεύσεις Δημοτικών και Νηπιαγωγείων.
Αντίστοιχα, λίγο πριν από τις αρχές του τρέχοντος σχολικού έτους 2023-2024, σε μια σειρά ΦΕΚ που εκδόθηκαν τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2023 καταγράφηκαν πάνω από 250 Δημοτικά Σχολεία, Νηπιαγωγεία αλλά και Γυμνάσια που συγχωνεύτηκαν ή έκλεισαν τελείως τις πόρτες τους στους μαθητές για το σχολικό έτος 2023-2024.
Είναι αλήθεια ότι το φαινόμενο της αναστολής ή της κατάργησης της λειτουργίας σχολικών μονάδων σε όλη την Ελλάδα έχει πάρει εκρηκτικές μορφές τα τελευταία χρόνια. Η Κεντρική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και η Ηπειρος είναι δυστυχώς «πρωταθλήτριες» στο κλείσιμο σχολείων. Με αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων το καλοκαίρι του 2023 μπήκαν σε αναστολή λειτουργίας 117 σχολεία στην Κεντρική Μακεδονία, 31 σχολεία στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και 29 σχολεία στην Ηπειρο.
Και επειδή, ως γνωστόν, τα σχολεία μαζί με άλλες υποδομές (ιατρικό κέντρο, ταχυδρομείο κ.λπ.) αποτελούν έναν παράγοντα που λειτουργεί επικουρικά στην απόφαση ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας να παραμείνει στον τόπο της, όλοι καταλαβαίνουμε τις συνέπειες της κατάργησης ή συγχώνευσης σχολικών μονάδων.
Οπως προκύπτει από τα στοιχεία γεννήσεων της ΕΛΣΤΑΤ (https://www.statistics.gr/el/statistics/-/publication/SPO03/-), έρχονται δύσκολες μέρες για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 2024-2025. Ενώ το 2010 είχαμε περίπου 115.000 γεννήσεις, μία δεκαετία μετά, το 2021 είχαμε μόλις 85.000 γεννήσεις, δηλαδή περίπου 30.000 λιγότερα παιδιά.
Από την περσινή και τη φετινή χρονιά άρχισε να αποτυπώνεται για τα καλά η δραματική πτώση των γεννήσεων στη λειτουργία του Γυμνασίου, ενώ το ίδιο θα συμβεί στα Λύκεια από το 2025 και μετά. Εάν δεν αντιστραφεί η κατάσταση, το ΙΟΒΕ υπολογίζει ότι μέχρι το 2035 ο συνολικός αριθμός μαθητών στα σχολεία θα έχει μειωθεί σε 1.050.000, δηλαδή θα έχουν «εξαφανιστεί» 430.000 μαθητές, το 1/3 όσων φοιτούν σήμερα.
Ευάλωτες περιοχές
Επομένως, είναι λογικό να εκτιμήσει κανείς πως οι περιοχές που καταγράφουν τη μεγαλύτερη δημογραφική ύφεση, ειδικά στις σχολικές ηλικίες, είναι πιο ευάλωτες στην κατάργηση και συγχώνευση σχολικών μονάδων. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, τον μεγαλύτερο κίνδυνο φαίνεται να αντιμετωπίζει η Δυτική Μακεδονία, όπου ο πληθυσμός των παιδιών ηλικίας 0-9 ετών έχει μειωθεί κατά 27,2% (19.394 από 26.629), ενώ τα άτομα ηλικίας 10-19 έχουν μειωθεί κατά 14,6% (25.670 από 30.073).
Ακολουθούν Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (μείωση 22,5% στις ηλικίες 0-9, μείωση 4,2% στις ηλικίες 10-19), Στερεά Ελλάδα (μειώσεις 22,2% και 6,4% αντίστοιχα) και Κεντρική Μακεδονία (μειώσεις 22% και 2,2% αντίστοιχα). Ολα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας φανερώνουν ότι το υπουργείο Παιδείας περιμένει σαν μάννα εξ ουρανού τη δραστική μείωση του μαθητικού πληθυσμού για να ξετυλίξει τον σχεδιασμό που κρατάει χρόνια στο «μούσκιο».
Σχεδιασμό που αν υλοποιηθεί θα αλλάξει δραματικά το εκπαιδευτικό τοπίο. Από την Εκθεση του ΟΟΣΑ του 2011, το 3ο Μνημόνιο (του 2015) μέχρι και την Εκθεση Πισσαρίδη (2020) και τη νέα συμφωνία υπουργείου Παιδείας - ΟΟΣΑ (2024), διατυπώνεται η οδηγία ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων πρέπει να αποτελέσουν ένα από τα βασικά manual της πολιτικής του υπουργείου Παιδείας.
Τι ισχυρίζονται ο ΟΟΣΑ και η Εκθεση Πισσαρίδη: «Είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μικρά σχολεία. Περισσότερα από 1.300 Δημοτικά Σχολεία έχουν λιγότερους από 25 μαθητές και περισσότερα από 250 Γυμνάσια και 70 Λύκεια έχουν λιγότερους από 50 μαθητές. Ελάχιστα σχολεία έχουν εγγεγραμμένους περισσότερους από 400 μαθητές και είναι κυρίως σχολεία ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».
Και αφού καταλήγουν στη διάγνωση, μετά προτείνουν και τη «θεραπευτική αγωγή»: Εξορθολογισμός του σχολικού δικτύου σύμφωνα με τον οποίο τα ελάχιστα μεγέθη κυμαίνονται σε: 75 μαθητές στα Δημοτικά Σχολεία, 150 μαθητές στα Γυμνάσια, 250 μαθητές στα Λύκεια.
Τι σημαίνει αυτό; Εξαφάνιση από το εκπαιδευτικό τοπίο του 15-20% των σχολικών μονάδων. Η εμπειρία των συγχωνεύσεων της περιόδου Διαμαντοπούλου δείχνει ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων συνδέονται εκτός των άλλων με την εξοικονόμηση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών.
Οι Εκθέσεις «ανακαλύπτουν» ότι το κόστος ανά ώρα επαφής δασκάλου/καθηγητή και μαθητή στην Ελλάδα είναι ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα πάντα με τους «ειδικούς» συντάκτες, (α) στο μικρό μέσο μέγεθος των τάξεων στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και (β) στον σχετικά χαμηλό αριθμό ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους.
Επομένως, είναι λογικό να εκτιμήσει κανείς πως οι περιοχές που καταγράφουν τη μεγαλύτερη δημογραφική ύφεση, ειδικά στις σχολικές ηλικίες, είναι πιο ευάλωτες στην κατάργηση και συγχώνευση σχολικών μονάδων. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, τον μεγαλύτερο κίνδυνο φαίνεται να αντιμετωπίζει η Δυτική Μακεδονία, όπου ο πληθυσμός των παιδιών ηλικίας 0-9 ετών έχει μειωθεί κατά 27,2% (19.394 από 26.629), ενώ τα άτομα ηλικίας 10-19 έχουν μειωθεί κατά 14,6% (25.670 από 30.073).
Ακολουθούν Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (μείωση 22,5% στις ηλικίες 0-9, μείωση 4,2% στις ηλικίες 10-19), Στερεά Ελλάδα (μειώσεις 22,2% και 6,4% αντίστοιχα) και Κεντρική Μακεδονία (μειώσεις 22% και 2,2% αντίστοιχα). Ολα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας φανερώνουν ότι το υπουργείο Παιδείας περιμένει σαν μάννα εξ ουρανού τη δραστική μείωση του μαθητικού πληθυσμού για να ξετυλίξει τον σχεδιασμό που κρατάει χρόνια στο «μούσκιο».
Σχεδιασμό που αν υλοποιηθεί θα αλλάξει δραματικά το εκπαιδευτικό τοπίο. Από την Εκθεση του ΟΟΣΑ του 2011, το 3ο Μνημόνιο (του 2015) μέχρι και την Εκθεση Πισσαρίδη (2020) και τη νέα συμφωνία υπουργείου Παιδείας - ΟΟΣΑ (2024), διατυπώνεται η οδηγία ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων πρέπει να αποτελέσουν ένα από τα βασικά manual της πολιτικής του υπουργείου Παιδείας.
Τι ισχυρίζονται ο ΟΟΣΑ και η Εκθεση Πισσαρίδη: «Είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μικρά σχολεία. Περισσότερα από 1.300 Δημοτικά Σχολεία έχουν λιγότερους από 25 μαθητές και περισσότερα από 250 Γυμνάσια και 70 Λύκεια έχουν λιγότερους από 50 μαθητές. Ελάχιστα σχολεία έχουν εγγεγραμμένους περισσότερους από 400 μαθητές και είναι κυρίως σχολεία ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».
Και αφού καταλήγουν στη διάγνωση, μετά προτείνουν και τη «θεραπευτική αγωγή»: Εξορθολογισμός του σχολικού δικτύου σύμφωνα με τον οποίο τα ελάχιστα μεγέθη κυμαίνονται σε: 75 μαθητές στα Δημοτικά Σχολεία, 150 μαθητές στα Γυμνάσια, 250 μαθητές στα Λύκεια.
Τι σημαίνει αυτό; Εξαφάνιση από το εκπαιδευτικό τοπίο του 15-20% των σχολικών μονάδων. Η εμπειρία των συγχωνεύσεων της περιόδου Διαμαντοπούλου δείχνει ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων συνδέονται εκτός των άλλων με την εξοικονόμηση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών.
Οι Εκθέσεις «ανακαλύπτουν» ότι το κόστος ανά ώρα επαφής δασκάλου/καθηγητή και μαθητή στην Ελλάδα είναι ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα πάντα με τους «ειδικούς» συντάκτες, (α) στο μικρό μέσο μέγεθος των τάξεων στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και (β) στον σχετικά χαμηλό αριθμό ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους.
Μείωση δαπανών
Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής-διάγνωσης, που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί την πιο γλυκιά νεοφιλελεύθερη «καραμέλα» όλων των υπουργών Παιδείας της τελευταίας 15ετίας (από τη Διαμαντοπούλου έως τον Αρβανιτόπουλο και από τον Λοβέρδο ώς την Κεραμέως), έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας: Είναι σαφές ότι οι παραπάνω επισημάνσεις των Εκθέσεων δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να «πιλοτάρουν» τις «εκπαιδευτικές» προτεραιότητες του κυβερνώντος κόμματος.
Πρόκειται για μια εκπαιδευτική κρίση που χρόνια τώρα ταλανίζει τη χώρα και την παιδεία μας, ωστόσο τώρα έχει αρχίσει να παίρνει κατακλυσμιαία χαρακτηριστικά. Η λέξη κρίση στα κινέζικα σημαίνει κίνδυνος και ευκαιρία. Ακριβώς αυτό πρέπει να προσέξουν η εκπαιδευτική κοινότητα, οι ενώσεις γονέων και οι μαθητές.
Πέρα από τα μέτρα που αντιμετωπίζουν την υπογεννητικότητα και την ερήμωση της υπαίθρου, τα εκπαιδευτικά σωματεία και οι ενώσεις γονέων πρέπει να εντείνουν τον αγώνα τους για μείωση των μαθητών ανά τμήμα, έτσι ώστε να «αναπνεύσουν» οι τάξεις και να γίνεται καλύτερα το μάθημα.
Αν δεν το κάνουν αυτοί, είναι σίγουρο ότι θα το κάνουν τα υπουργικά επιτελεία και η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική η οποία ονειρεύεται να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες μέσα από τη μείωση των προσλήψεων αναπληρωτών εκπαιδευτικών.
Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής-διάγνωσης, που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί την πιο γλυκιά νεοφιλελεύθερη «καραμέλα» όλων των υπουργών Παιδείας της τελευταίας 15ετίας (από τη Διαμαντοπούλου έως τον Αρβανιτόπουλο και από τον Λοβέρδο ώς την Κεραμέως), έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας: Είναι σαφές ότι οι παραπάνω επισημάνσεις των Εκθέσεων δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να «πιλοτάρουν» τις «εκπαιδευτικές» προτεραιότητες του κυβερνώντος κόμματος.
Πρόκειται για μια εκπαιδευτική κρίση που χρόνια τώρα ταλανίζει τη χώρα και την παιδεία μας, ωστόσο τώρα έχει αρχίσει να παίρνει κατακλυσμιαία χαρακτηριστικά. Η λέξη κρίση στα κινέζικα σημαίνει κίνδυνος και ευκαιρία. Ακριβώς αυτό πρέπει να προσέξουν η εκπαιδευτική κοινότητα, οι ενώσεις γονέων και οι μαθητές.
Πέρα από τα μέτρα που αντιμετωπίζουν την υπογεννητικότητα και την ερήμωση της υπαίθρου, τα εκπαιδευτικά σωματεία και οι ενώσεις γονέων πρέπει να εντείνουν τον αγώνα τους για μείωση των μαθητών ανά τμήμα, έτσι ώστε να «αναπνεύσουν» οι τάξεις και να γίνεται καλύτερα το μάθημα.
Αν δεν το κάνουν αυτοί, είναι σίγουρο ότι θα το κάνουν τα υπουργικά επιτελεία και η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική η οποία ονειρεύεται να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες μέσα από τη μείωση των προσλήψεων αναπληρωτών εκπαιδευτικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου