Την νεοφιλελεύθερη προσέγγιση που θέλει τους επιχειρηματίες αφού ικανοποιηθούν οι ίδιοι να κάνουν αυξήσεις στους εργαζόμενους ως… παραχώρηση, παρουσίασε μιλώντας στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του Ant1 ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης. Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι παρά τα δέκα χρόνια μνημονίων και τα δύο χρόνια πανδημίας η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι μικρομεσαίοι δεν θα έχουν δυνατότητα συμψηφισμού οφειλών και επιστροφών. Πρακτικά δηλαδή, θα κληθούν να πληρώσουν το σύνολο των οφειλών τους παρότι σε ελάχιστες περιπτώσεις ο τζίρος τους ήταν έστω επαρκής για την παραμονή τους σε λειτουργία. Τέλος, προχώρησε σε μία εντυπωσιακή σύνδεση της φοροδιαφυγής με την συγκρατημένη προνοιακή πολιτική, αντί να μιλήσει για την πάταξή της.

Ο κ. Σκυλακάκης ξεκαθάρισε ότι για περιπτώσεις επιστροφών «δεν πρόκειται να κάνουμε κανενός είδους συμψηφισμό, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις έχουν μία υποχρέωση που θα αρχίσει από 1η Ιανουαρίου του 2022, μία ήπια υποχρέωση που πιστεύω ότι θα ανταποκριθούν σε αυτήν. Το κράτος βρέθηκε δίπλα τους σε μία κρίσιμη ώρα, πρέπει και αυτοί να βρεθούν κοντά στην υπόλοιπη κοινωνία. Οι επιχειρηματίες υπό κανονικές συνθήκες παράγουν και προσφέρουν φόρους. Η μαζική ενίσχυση ήταν έκτακτη συνθήκη, όχι μόνιμη». Για τις πρώτες φορολογικές δηλώσεις, ο κ. Σκυλακάκης είπε ότι «προχωράει η ροή κανονικά, έχουμε σημαντικό αριθμό δηλώσεων. Φέτος θα είναι μία χρονιά που «θα σας πάρουμε λιγότερα»».

Για τον κατώτατο μισθό, τον οποίο χτες δεσμεύτηκε να αυξήσει στα 800 ευρώ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας στο πλαίσιο των προτάσεων για το «Ελλάδα + Εργασία», ο υπουργός προσπάθησε να προσπεράσει το σαφές ερώτημα εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη προτίθεται να προχωρήσει σε αύξηση. Αντίθετα, ο κ. Σκυλακάκης παρουσίασε το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, στο οποίο πρώτα αυξάνονται οι μεγάλοι μισθοί των στελεχών και στη συνέχεια, αν θέλουν, επιχειρηματίες και στελέχη «παραχωρούν» αυξημένες αμοιβές στα κατώτατα μισθολογικά στρώματα. «Η σημερινή φάση είναι πολύ ευαίσθητη, ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν ισορροπήσει, θέλουν λίγο χρόνο. Στην πορεία θα έχουμε μία πολύ αυξημένη ζήτηση εργατικού δυναμικού και μία αύξηση των μέσων μισθών, κατώτατων, όλης της γκάμας. Όταν αυτή αρχίσει να διαπιστώνεται, τότε θα πρέπει να προσαρμόσουμε και τον κατώτατο μισθό. Οι κυβερνητικές πρακτικές πρέπει να ακολουθούν την οικονομική εξέλιξη, δεν μπορείς να την επιβάλλεις διατάσσοντας», είπε ο κ. Σκυλακάκης, ουσιαστικά αναιρώντας την ουσία της λέξης «κυβέρνηση». «Περιμένουμε σε διάφορους τομείς πολλές δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις, οι επιχειρήσεις ήδη αρχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού», συνέχισε, οπότε «ειδικά στα πιο εξειδικευμένα στελέχη θα υπάρχει αυξημένη πίεση», χωρίς να διευκρινίσει αν συνδέονται «εξειδικευμένα στελέχη» και κατώτατες αποδοχές.

Αντίθετα με την ελευθερία κινήσεων στους επιχειρηματίες, ο κ. Σκυλακάκης ήταν πολύ φειδωλός όταν ρωτήθηκε τι θα γίνει με τους συντελεστές φορολόγησης για μισθωτούς και συνταξιούχους. «Το τι χώρο θα έχουμε θα το ξέρουμε όταν οριστικοποιηθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι. Για το 2021 και το 2022 υπάρχει η ρήτρα γενικής διαφυγής, δηλαδή δημοσιονομική ελευθερία αρκεί να μην λαμβάνουμε μόνιμα μέτρα. Από το 2023 και μετά θα αρχίσει να δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος. Πόσος θα είναι, θα εξαρτηθεί από το πώς θα πάει η οικονομία φέτος, πόσα χρήματα θα αρχίσει να παράγει. Καλώς ή κακώς, εκεί θα κριθούν … στο βαθμό που θα υπάρχει χώρος, πρώτη μας προτεραιότητα είναι η μείωση φόρων για όσο μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού γίνεται».

Ακόμη πιο σοκαριστική ήταν η παραδοχή ότι για την φοροδιαφυγή των μεγάλων θα την πληρώσει ως συνήθως «ο τελευταίος τροχός της αμάξης». Γιατί ο κ. Σκυλακάκης με έναν παράδοξο τρόπο συνέδεσε την φοροδιαφυγή όχι με την προσπάθεια μεθοδικής πάταξής της, αλλά με την δημιουργία περίπλοκου μηχανισμού για την απόδοση προνοιακών δικαιωμάτων! «Υπάρχουν κοινωνικά επιδόματα που λειτουργούν ως δίχτυ ασφαλείας. Το βασικό είναι το επίδομα ανεργίας. Αυτά πρέπει να προσαρμόζονται στο κόστος ζωής. Αν αυξάνεται το κόστος ζωής, πρέπει να αυξήσουμε και τα όρια των εισοδημάτων. Από εκεί και πέρα, αν μπορέσουν οι άνθρωποι να έχουν πολύ καλύτερα εισοδήματα, θα μπορούμε να βοηθήσουμε περισσότερο αυτούς που παραμένουν «σε ανάγκη», παρά αυτούς που έχουν ήδη έναν καλό μισθό», είπε αρχικά, πρακτικά δηλώνοντας ότι όταν η οικονομία ευημερεί θα αυξάνονται τα επιδόματα, αλλά σε περιόδους κρίσης αντί να αυξάνονται τα προνοιακά κονδύλια θα αυξάνονται οι δικαιούχοι.

Και η αιτιολόγηση για την νεοφιλελεύθερη αυτή προσέγγιση, είναι κατά τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών ότι «σε μία χώρα με μεγάλη φοροδιαφυγή, κάποιος που φοροδιαφεύγει μετά μπορεί να έρθει να διεκδικήσει και επίδομα. Έχει νόημα να ψάχνουμε με πολλή προσοχή, να βοηθάμε όσους είναι σε δυσκολία πραγματικά. Γιατί πολλές φορές αυτά τα δίκτυα προστασίας δεν κοιτάνε την πραγματική ζωή των ανθρώπων»…