Η προαναγγελία του Νίκου Κοτζιά για επικείμενη επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια μεταξύ Οθωνών και Κρήτης, στην ευρύτερη περιοχή του Ιονίου Πελάγους, προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τουρκίας και επανέφερε στο προσκήνιο το τουρκικό casus belli σχετικά με την έκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο.

Οι τριβές ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα όσον αφορά τις θαλάσσιες ζώνες άρχισαν πριν από πολλές δεκαετίες και αποτελούν ένα μεγάλο κεφάλαιο στις ευρύτερες διαφωνίες ανάμεσα στις δύο χώρες. Ακολουθεί μια σύντομη ανασκόπηση των διαφορών για την θάλασσα, με παράθεση των επιχειρημάτων των δύο πλευρών.
Η ιστορία
Το 1936 η Ελλάδα οριοθέτησε με νόμο το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, δηλαδή την θαλάσσια έκταση όπου έχει κυριαρχία, στα έξι ναυτικά μίλια από τις ακτές της, διπλασιάζοντας το όριο που ίσχυε έως τότε. Το πλάτος των χωρικών υδάτων στα έξι ναυτικά μίλια επαναβεβαιώθηκε το 1973, επί δικτατορίας, με νομοθετικό διάταγμα.
Η χουντική επιβεβαίωση των 6 ν.μ. και του δικαιώματος επέκτασης

Ωστόσο η Ελλάδα ουδέποτε απαρνήθηκε το δικαίωμα περαιτέρω επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της και αυτό φάνηκε εκ νέου την άνοιξη του 1995, όταν η Βουλή κύρωσε την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS).
Το Άρθρο 3 της Σύμβασης προβλέπει πως «κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας» έως το σημείο που «δεν υπερβαίνει τα 12 ναυτικά μίλια». Κατά την κύρωση της Σύμβασης η Ελλάδα αποσαφήνισε πως επιφυλάσσεται να ασκήσει ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της έως το μέγιστο επιτρεπτό όριο.
Το Άρθρο 3 της UNCLOS
Η εξέλιξη αυτή θορύβησε την Τουρκία. Τον Ιούνιο του 1995, προτού καν ο κυρωτικός νόμος δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, το τουρκικό κοινοβούλιο εξουσιοδότησε εις το διηνεκές την Άγκυρα να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, ακόμα και στρατιωτικό, σε περίπτωση που η Ελλάδα αυξήσει το πλάτος των χωρικών υδάτων της πέρα από το υφιστάμενο όριο των έξι ναυτικών μιλίων.
Έκτοτε η Τουρκία αντιλαμβάνεται τυχόν επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο Πέλαγος ως casus belli, δηλαδή αιτία πολέμου, καθώς εκτιμά πως τέτοια αλλαγή στο status των θαλάσσιων ζωνών θα υπονόμευε τα δικά της «έννομα δικαιώματα» στην περιοχή. Οι δηλώσεις Τσαβούσογλου ότι το casus belli ισχύει επιβεβαιώνει ότι αυτή η γραμμή συνεχίζεται.
Η τουρκική απειλή δεν συνάδει με την Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών ή την ιδρυτική συνθήκη του NATO, που δεσμεύουν τα μέλη τους σε ειρηνική επίλυση διαφορών.
Τα επιχειρήματα των δύο χωρών
Σε νομικό επίπεδο η διχογνωμία συνδέεται με την ερμηνεία της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών η Ελλάδα έχει αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, που σημαίνει ότι πρόκειται για δικαίωμα που ασκείται μονομερώς, δεν υπόκειται σε περιορισμούς ούτε επιδέχεται αμφισβήτηση.
Η ελληνική διπλωματία υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα της Αθήνας πηγάζουν από εθιμικό κανόνα του δικαίου της θάλασσας που ενσωματώνεται στην επίμαχη Σύμβαση του ΟΗΕ, και υπογραμμίζει ότι το Άρθρο 3 δεν θέτει περιορισμούς ή εξαιρέσεις ως προς το δικαίωμα διεύρυνσης έως τα 12 ν.μ.
Υπενθυμίζει ακόμα ότι σχεδόν όλα τα παράκτια κράτη έχουν προσδιορίσει τα χωρικά ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας στο Εύξεινο Πόντο και στην ανατολική Μεσόγειο.
Η Άγκυρα αντιτείνει πως το Άρθρο 3 απλώς ορίζει τα 12 ναυτικά μίλια ως το μέγιστο επιτρεπτό όριο εφόσον το επιτρέπουν οι επικρατούσες συνθήκες, δίχως να το καθιστά υποχρεωτικό ή να προβλέπει αυτόματη εφαρμογή του σε όλες τις περιπτώσεις.
Επικαλείται επίσης στο Άρθρο 300 της Σύμβασης, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη θα ασκούν τις ελευθερίες που τους αναγνωρίζονται με «τρόπο που δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος».
Η αιγιαλίτιδα δεν πρέπει να συγχέεται με την υφαλοκρηπίδα, μια σχετική μεν διαφορετική δε θαλάσσια ζώνη. Για τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας είναι σε εξέλιξη διμερείς διερευνητικές επαφές από το 2002.
Οι φόβοι της Τουρκίας για «ελληνική θάλασσα»
Βαθύτερα όμως, η αντιπαράθεση για την αιγιαλίτιδα ζώνη οφείλεται στις καταγγελίες της Άγκυρας ότι τυχόν διαπλάτυνση της ελληνικής ζώνης θα είναι άκρως επιζήμια για τα τουρκικά συμφέροντα και την δυνατότητα της Τουρκίας να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση στην Μεσόγειο Θάλασσα.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του τουρκικού ΥΠΕΞ, υπό τις παρούσες συνθήκες η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη αντιστοιχεί στο 43,5% του Αιγαίου, ενώ η τουρκική ζώνη καταλαμβάνει το 7,5%. Το υπόλοιπο 49% είναι διεθνή ύδατα.
Τυχόν επέκταση της ελληνικής ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια θα έδινε στην Ελλάδα κυριαρχία επί του 71,5% του Αιγαίου, λόγω των νησιών, σύμφωνα πάντα με υπολογισμούς της τουρκικής διπλωματίας. Η τουρκική ζώνη θα ανερχόταν στο 8,8% και τα διεθνή ύδατα θα περιορίζονταν στο 19,7%.
Σε αυτή την βάση η Άγκυρα καταγγέλλει κίνδυνο «κατάχρησης δικαιώματος» από την Αθήνα. Ισχυρίζεται πως διεύρυνση της ελληνικής ζώνης θα επιφέρει ιδιαίτερα άνισες συνέπειες σε βάρος της Τουρκίας, «περικυκλώνοντας» τα δυτικά παράλιά της και βλάπτοντάς τα συμφέροντά της σε οικονομικό, στρατιωτικό, ναυτικό και επιστημονικό-ερευνητικό επίπεδο.
Η Τουρκία ισχυρίζεται ακόμα ότι εάν επιτρέψει τα 12 ν.μ. η Ελλάδα θα αποκτήσει «αδικαιολόγητο» πλεονέκτημα στον καθορισμό άλλων θαλάσσιων ζωνών που συνδέονται με την αιγιαλίτιδα ζώνη, όπως η υφαλοκρηπίδα και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Η Συνθήκη της Λωζάννης
Η συνθήκη ειρήνης του 1923 ορίζει σε μεγάλο βαθμό τα σύνορα της σημερινής Τουρκίας και βρίσκεται συχνά στα πρωτοσέλιδα, με δεδομένη την βούληση του τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν να την «αναθεωρήσει».
Πέραν αυτού όμως η τουρκική διπλωματία επικαλείται συχνά την «φιλοσοφία» της Λωζάννης για να υποστηρίξει τις αξιώσεις της όσον αφορά τις θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο.
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, η Λωζάννη υπάγει «περιορισμένες» θαλάσσιες εκτάσεις στην εξουσία των παράκτιων χωρών και αφήνει τα υπόλοιπα τμήματα του Αιγαίου «για το κοινό όφελος» της Ελλάδας και της Τουρκίας. Με αυτή την θεώρηση τυχόν επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης θέτει τέλος στην «ισορροπία της Λωζάννης» στο Αιγαίο.
Από την ελληνική σκοπιά ωστόσο η Λωζάννη είναι μια διεθνής συνθήκη που παρέχει συγκεκριμένα δικαιώματα κυριαρχίας. Με βάση τις πρόνοιες του 1923 η Ελλάδα επιχειρηματολογεί σε ένα άλλο κεφάλαιο διαφορών της με την Τουρκία: Το μέτωπο των «γκρίζων ζωνών» και της κυριότητας επί νήσων και νησίδων στο Αιγαίο.
Μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης που αφορά τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου
Η σύνδεση της αιγιαλίτιδας ζώνης με την υφαλοκρηπίδα
Η υφαλοκρηπίδα, που ήλθε στο προσκήνιο εξαιτίας των νέων ερευνών του σεισμογραφικού σκάφους Barbaros, είναι μια ακόμα εστία έντασης στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο. Το θέμα παραμένει ανοιχτό και παραλίγο να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1987.
Πρόκειται εν πολλοίς για θαλάσσια ζώνη οικονομικής εκμετάλλευσης που επιτρέπει την αξιοποίηση πόρων που βρίσκονται στον βυθό ή το υπέδαφός του, σε έκταση έως και 200 ναυτικά μίλια από τα παράλια από τα οποία αρχίζει η μέτρηση και της αιγιαλίτιδας ζώνης.
Οι τουρκικές αμφισβητήσεις για την υφαλοκρηπίδα άρχισαν το 1973, όταν η κρατική εταιρεία πετρελαίου χορήγησε άδειες για αναζήτηση υδρογονανθράκων στο Αιγαίο. Οι τουρκικές έρευνες προχώρησαν κανονικά παρά τις διαμαρτυρίες της Αθήνας και τελικά η Ελλάδα προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Κανένας από τους δύο θεσμούς όμως δεν έλυσε το ζήτημα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας κάλεσε τις δύο χώρες να διευθετήσουν τις διαφορές τους ειρηνικά. Το Δικαστήριο αρχικά απέρριψε το αίτημα της Αθήνας για ενδιάμεσα μέτρα προστασίας και τελικά, το 1978, αποφάσισε πως δεν έχει την δικαιοδοσία να ασχοληθεί με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας – κάτι που υποστήριζε εξ αρχής η Τουρκία.
Απόσπασμα από την απόφαση της Χάγης
Το ελληνικό ΥΠΕΞ υποστηρίζει πως θέμα οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία υφίσταται μόνον σε εκτάσεις όπου οι ακτές των ελληνικών νησιών βρίσκονται απέναντι από τα παράλια της Μικράς Ασίας, κι ότι εκεί πρέπει να εφαρμοστεί η αρχή της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής.
Η Άγκυρα δεν έχει πάντοτε σαφείς αντιπροτάσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας όμως αμφισβητεί εμπράκτως τις ελληνικές αξιώσεις. Στέλνει πλοία όπως το Barbaros σε τμήματα της Μεσογείου – ακόμα και μακριά από τις ακτές – που η Αθήνα θεωρεί πως ανήκουν ξεκάθαρα στην δική της ζώνη εκμετάλλευσης.
Διμερείς διερευνητικές επαφές για να φανεί εάν υπάρχει κοινός τόπος όσον αφορά την χάραξη της υφαλοκρηπίδας είναι σε εξέλιξη από το 2002. Η ελληνική πλευρά έχει πολλάκις κατηγορήσει την Τουρκία ότι χρονοτριβεί ή αναβάλει τις συζητήσεις.
Κεντρική φωτό: Πολιτικοί-κλειδιά της Τουρκίας στις σχέσεις με την Ελλάδα: Ερμπακάν, Τσιλέρ, Γιλμάζ και Ετσεβίτ
pentapostagma.gr