To μπρα ντε φερ Ιταλίας - Ε.Ε. για τον προϋπολογισμό και η Ελλάδα
Mπορεί η Ιταλία να θέσει ξανά σε κίνδυνο το οικοδόμημα της Ευρωζώνης; Eίναι πιθανό να δούμε τους επόμενους μήνες μια «διαπραγμάτευση σε στυλ Βαρουφάκη» με ιταλική, αυτή τη φορά, υπογραφή;
* Ζην επικινδύνως
Κεραυνός εν αιθρία; Μάλλον αναμενόμενη εξέλιξη για όσους παρακολουθούσαν την ιταλική κρίση στην κλιμάκωσή της. Η απόρριψη
του προσχεδίου του ιταλικού προϋπολογισμού από την Κομισιόν, αν και
συνέβη πρώτη φορά στα χρονικά της Ε.Ε., σίγουρα δεν εξέπληξε πολλούς.
Αποτέλεσε
όμως μια ακόμη «πράξη» του πολέμου μεταξύ των δύο πλευρών. Και στο
ελληνικό κοινό, έφερε στον νου μνήμες του 2015. Ισως γιατί για πρώτη
φορά μετά από τρία χρόνια, η κυβέρνηση ενός κράτους - μέλους δηλώνει
επίμονα ότι θα ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, αμφισβητώντας ευθέως τους
ευρωπαϊκούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Με
τις πληγές από το δραματικό πρώτο εξάμηνο του 2015 ακόμη ανοιχτές στη
χώρα μας, παρά την τυπική λήξη του τρίτου προγράμματος που «γεννήθηκε»
εκείνο το καλοκαίρι, τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι αρκετά και
κρίσιμα:
Mπορεί η Ιταλία να θέσει ξανά σε κίνδυνο το οικοδόμημα της Ευρωζώνης;
Eίναι πιθανό να δούμε τους επόμενους μήνες μια «διαπραγμάτευση σε στυΒαρουφάκη» με ιταλική, αυτή τη φορά, υπογραφή;
Kαι τι περιθώρια ελιγμών υπάρχουν όταν μιλάμε για την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της νομισματικής ένωσης;
«Λάθος οι συγκρίσεις με την Ελλάδα»
Οπως αναφέρει στη HuffPost Greece, o Δρ. Κυριάκος Κουβελιώτης, καθηγητής στο διεθνές τηλεματικό πανεπιστήμιο Uninettuno της Ρώμης, ούτε
το ζήτημα της απόκλισης τους ελλείμματος (2,4% στο απορριφθέν
προσχέδιο, έναντι 1,2% του στόχου), ούτε το θέμα του υψηλού δημοσίου
χρέους Ιταλίας είναι ικανά να οδηγήσουν σε μια διευρυμένη οικονομική
κρίση, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Ακόμη κι αν οι τακτικές του
διδύμου Σαλβίνι - Ντι Μάιο παραπέμπουν στη στρατηγική που ακολούθησε η
Αθήνα κατά την περίοδο Βαρουφάκη.
«Το
υψηλό δημόσιο χρέος υφίσταται, αλλά είναι ζήτημα και το πώς
διαχειρίζεσαι αυτό το χρέος», σημειώνει ο κ. Κουβελιώτης και υποστηρίζει
ότι το κόστος από μια ενδεχόμενη κρίση, ανάλογη με την ελληνική του
2015, θα ήταν απαγορευτικό, τόσο για την Ιταλία όσο και για την ίδια την
Ε.Ε.
«Μιλάμε για εντελώς
διαφορετικά οικονομικά μεγέθη, οπότε καλό είναι να μην συγκρίνουμε τις
δύο περιπτώσεις. Αλλωστε τα προγράμματα διάσωσης εφαρμόστηκαν σε πολύ
μικρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες συγκριτικά με την ιταλική. Οι Βρυξέλλες
δεν θα άντεχαν επανάληψη των λαθών που έγιναν με την Ελλάδα και το
ενδεχόμενο να έρθει στο προσκήνιο σενάριο περί εξόδου της Ιταλίας από το
ευρώ είναι απίθανο. Και φυσικά, στην αντίπερα όχθη, καμία ιταλική
κυβέρνηση δεν θα είχε ελπίδα επιβίωσης, αν έφερνε στη χώρα μνημόνιο. Οι
Ιταλοί πολίτες απορούν πώς οι Ελληνες άντεξαν μια τόσο μεγάλη
δημοσιονομική προσαρμογή, ενώ οι πολιτικοί χρησιμοποιούν τη χώρα μας ως
παράδειγμα προς αποφυγή, λέγοντας ουσιαστικά ότι ”δεν θα γίνουμε Ελλάδα”», σημειώνει και προσθέτει:
«Μια
ακόμη σημαντική διαφορά είναι ότι στις ιταλικές τράπεζες υπάρχει πολύ
χρήμα, οπότε δεν τίθεται ζήτημα ρευστότητας, όπως στην περίπτωση της
Ελλάδας. Είναι κάτι που δεν είμαι βέβαιος ότι έχει γίνει απόλυτα
κατανοητό ευρέως».
Το «παιχνίδι» των Σαλβίνι - Ντι Μάιο
Ο
κυβερνητικός συνασπισμός των Ματέο Σαλβίνι και Λουίτζι Ντι Μάιο
αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό «μίγμα» των ισορροπιών που παρατηρούνται
στην ιταλική κοινωνία.
Από τη μια ο επικεφαλής της Λέγκας εκπροσωπεί τον βιομηχανικό Βορρά, το πλέον
πλούσιο τμήμα της χώρας. Καθόλου τυχαία, όπως σημειώνει ο κ.
Κουβελιώτης, οι προεκλογικές δεσμεύσεις του είχαν σαν βασικό άξονα
ακριβώς αυτό το κομμάτι της Ιταλίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις εξαγγελίες περί διαγραφής προστίμων στους μεγαλοοφειλέτες του Δημοσίου (κυρίως δηλαδή μεγάλες επιχειρήσεις).
Από
την άλλη, ακροατήριο του αρχηγού των «Πέντε Αστέρων» αποτελεί ο κατά
πολύ φτωχότερος ιταλικός Νότος. Συνεπώς, οι υποσχέσεις περί αύξησης του
κατώτατου μισθού και των συντάξεων είναι απόλυτα λογικό να έχουν μεγάλη
απήχηση στις περιοχές νότια της Ρώμης.
Η
υπεράσπιση, έστω και σε επίπεδο επικοινωνιακό, των δεσμεύσεων αυτών από
τους δύο πολιτικούς, μέσω του φουσκωμένου προϋπολογισμού, αποτελούν
σημαντικό όπλο και για τους δύο. «Η διένεξη με τις Βρυξέλλες έχει
αυξήσει τα ποσοστά δημοτικότητας των δύο κυβερνητικών εταίρων, που σε
συγκεκριμένες περιοχές φτάνουν ακόμη και το 40%. Επί της ουσίας, αυτή τη
στιγμή, έχουν την πολυτέλεια να λένε ο,τι θέλουν, η κατάσταση που έχει
διαμορφωθεί αποτελεί “βούτυρο στο ψωμί τους”. Ακόμη και οι πολύ
επιθετικές δηλώσεις τους γίνονται επίτηδες για να “τσεκάρουν” τα όρια
των Βρυξελλών, σε μια περίοδο που ήδη η Ε.Ε. έχει πολλά ανοιχτά μέτωπα,
με βασικότερο το Brexit. Η εικόνα των διαπραγματεύσεων στην πραγματικότητα πιθανότατα είναι πολύ πιο ήπια», αναφέρει ο κ. Κουβελιώτης.
Ο ρόλος του υπουργού Τρία
Ποιος
αντιπροσωπεύει όμως αυτή – την πραγματική – εικόνα; Κατά τον κύριο
Κουβελιώτη αυτό τον ρόλο έχει ο υπουργός Οικονομικών, Τζιοβάνι Τρία. «Αν
κάποιος επιθυμεί να αξιολογήσει τη στάση που ρεαλιστικά κρατά η Ιταλία,
πίσω από κλειστές πόρτες και μακριά από επικοινωνιακές τακτικές, ο Τρία είναι ο άνθρωπος που θα πρέπει να παρατηρεί», αναφέρει.
Ούτε
ο πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε αποτελεί αξιόπιστο δείγμα, οντας επί της
ουσίας όργανο των Σαλβίνι και Ντι Μάιο, ούτε ο πρόεδρος Σέρτζιο
Ματαρέλα, που «μάλλον αδικεί τον εαυτό του», έχοντας σχηματίσει την
εικόνα ενός πολιτικού πολύ πιο κοντά στις ευρωπαϊκές θέσεις.
Ποιος θα κάνει πίσω;
Δύο
είναι τα βασικά ερωτήματα που τίθενται: πρώτον, πόσο θα κρατήσει η
αντιπαράθεση των δύο πλευρών και δεύτερον – και κυριότερο – ποιος θα
υποχωρήσει ώστε να επιτευχθεί συμβιβασμός;
«Για
το πρώτο ερώτημα κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος», επισημαίνει ο κ.
Κουβελιώτης. «Το σίγουρο είναι ότι η περίοδος μέχρι τις Ευρωεκλογές του
Μαΐου θα είναι ιδιαίτερα θερμή πολιτικά», προσθέτει.
«Ως
προς το δεύτερο, θεωρώ ότι αργά ή γρήγορα η Ρώμη θα κάνει τα
απαιτούμενα βήματα προς τα πίσω και θα βρεθεί λύση, ωστόσο η ιταλική
κυβέρνηση θα επιχειρήσει σαφώς να περάσει στην κοινή γνώμη τις όποιες
υποχωρήσεις ως διορθωτικές κινήσεις», εκτιμά ο κ. Κουβελιώτης,
προσθέτοντας ότι ήδη έχουν γίνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
«Ας
μην ξεχνάμε ότι η Ρώμη επέμενε στην αρχή για έλλειμμα 2,4% για τρία
χρόνια, ενώ στη συνέχεια αναθεώρησε, με χαμηλότερα ποσοστά για το 2020
και το 2021. Ακόμη και στα θέματα των μισθών και των συντάξεων ή στις
υποσχέσεις Σαλβίνι για ολική διαγραφή προστίμων, οτιδήποτε κερδίσει η
Ιταλία θα παρουσιαστεί ως επιτυχία. Και στο τέλος της ημέρας, αν οι
πολίτες δουν διαφορά στο εισόδημά τους, έστω και μικρότερη από αυτή που
είχε εξαγγελθεί, η ιταλική κυβέρνηση θα μπορεί να ισχυρίζεται ότι
μεγιστοποίησε τους στόχους της και κάτι πήρε από όλο αυτό, ακόμη κι αν
αποτελεί επί της ουσίας υπαναχώρηση. Αλλωστε παραδοσιακά, οι Ιταλοί
πολιτικοί λένε πολλά και στο τέλος κάνουν λίγα», συμπληρώνει.
Πού οδεύει η Ε.Ε.;
Ακόμη
και όταν περάσει η ιταλική «μπόρα» όμως, τα ερωτήματα για το μέλλον της
Ε.Ε. θα παραμείνουν αμείλικτα και θεωρείται βέβαιο θα τα συναντήσει
ξανά μπροστά της, αν δεν καταφέρει να βρει απαντήσεις.
«Η
Ενωση αποτελεί κατά κάποιο τρόπο θύμα της επιτυχίας της. Τα κατάφερε
τόσο καλά στους στόχους που είχε θέσει όταν δημιουργήθηκε, ώστε
μετετράπη σε καθεστώς, αλλά ταυτόχρονα και σε ένα είδος γραφειοκρατικού
κέντρου. Λείπουν οι οραματιστές της δεκαετίας του 80′ και του 90′, ενώ
πλέον οι Ευρωπαίοι πολίτες, ιδιαίτερα οι νέοι, θεωρούν αυτονόητα κάποια
πολύ σημαντικά κεκτημένα όλων αυτών των ετών», σημειώνει ο κ.
Κουβελιώτης, κάνοντας παράλληλα λόγο για κυριαρχία της Ευρωζώνης έναντι
του οικοδομήματος της Ε.Ε.
«Είναι χαρακτηριστικό της κατάστασης το γεγονός ότι το Eurogroup, ένα επί της ουσίας άτυπο όργανο έχει υπερσκελίσει το άλλοτε πανίσχυρο Ecofin, το
επίσημο συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών και Οικονομίας όλων των
κρατών – μελών και όχι μόνο όσων είναι στο ευρώ, με λογικό επακόλουθο τη
γερμανική κυριαρχία. Ειναι άμεση η ανάγκη να ανοίξει σοβαρά η συζήτηση
για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ωστόσο, παρατηρείται ένα σαφές κενό
ως προς το όραμα της νέας Ευρώπης, ελλείψει των προσωπικοτήτων εκείνων
που θα μπορούσαν να ηγηθούν του οράματος αυτού. Είναι εύλογο, υπό αυτές
τις συνθήκες, φωνές όπως του Σαλβίνι, δηλαδή με διαφορετική ρητορική,
αλλά όχι τόσο ακραίες όπως σε περιπτώσεις τύπου Λεπέν, να βρίσκουν
πρόθυμο ακροατήριο», καταλήγει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου