Τα δάνεια της Επανάστασης του 1821: Το χρέος, ο εμφύλιος και οι «ληστρικοί» όροι
© Φωτογραφία : SOOC / Konstantinos Tsakalidis
Η προσωρινή κυβέρνηση, το 1824 και το 1825, χτυπάει την πόρτα της Αγγλίας για τη σύναψη δανείων. Οι «ληστρικοί» όροι, η χρηματοδότηση του εμφυλίου πολέμου και η αποπληρωμή έναν... αιώνα μετά.
Βρισκόμαστε στο τρίτο έτος της ελληνικής επανάστασης και η ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό αρχίζει να φαντάζει πιο επείγουσα από ποτέ. Η προσωρινή κυβέρνηση της επαναστατημένης Ελλάδας προχωράει στη σύναψη δύο δανείων με την Αγγλία —ένα το 1824 και ένα το 1825.
Αποτέλεσμα; Στάση πληρωμών (σ.σ. 1827), αναδιάρθρωση του χρέους, εμφύλιοι σπαραγμοί, πολιτικές αντιπαραθέσεις, αδιαφάνεια και κατασπατάληση.
Μάλιστα, ο ιστορικός «κύκλος» αυτών των δύο δανείων κλείνει οριστικά στις αρχές του 20ου αιώνα. Δηλαδή σχεδόν 100 χρόνια μετά τη σύναψή τους.
Εν ολίγοις… η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, σε ορισμένες δεκάδες λέξεις.
Η «επαναστατική» ανάγκη για δάνεια και οι… κλειστές πόρτες
Λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα της επανάστασης — και φυσικά, πριν την ίδρυση του επίσημου ελληνικού κράτους — η ανάγκη για… δανεικά αρχίζει να καθίσταται επείγουσα. Ο αγώνας εναντίον των Οθωμανών χρηματοδοτείται, κατά κύριο λόγο, από ιδιωτικές δωρεές, τις μεγάλες περιουσίες των ναυτικών οικογενειών, τους Έλληνες του εξωτερικού, την υπερφορολόγηση και τους εμπορικούς δασμούς.
Η προσωρινή κυβέρνηση, η οποία είχε συγκροτηθεί με την Α' Εθνοσυνέλευση, «βλέπει» το ταμείο μείον, καθώς η οικονομία της επαναστατημένης Ελλάδας κινείται μεταξύ… φθοράς και αφθαρσίας.
Σύμφωνα με τον καθηγητή στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ), Σπύρο Μπλαβούκο, τον Μάρτιο του 2022, δηλαδή έναν χρόνο μετά την επίσημη κήρυξη της επανάστασης, ξεκινάει η «περιπέτεια» του εξωτερικού δανεισμού.
Η ελληνική αντιπροσωπεία, όμως, βρίσκει «κλειστές πόρτες» και εισπράττει τα διαδοχικά «όχι» της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Η «αγκαλιά» της… ληστρικής Αγγλίας
Από την προσωρινή κυβέρνηση, η οποία απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από τη φιλοβρετανική παράταξη του Μαυροκορδάτου και του Κουντουριώτη, λαμβάνεται η απόφαση συγκρότησης μίας τριμελούς Επιτροπής, η οποία θα διαπραγματευτεί τους όρους ενός δανείου από το Λονδίνο.
Ο έγκριτος καθηγητής υπενθυμίζει ότι η συγκεκριμένη Επιτροπή μεταβαίνει στη βρετανική πρωτεύουσα τον Ιανουάριο του 1824 και έναν μήνα μετά, δηλαδή στις 20 Φεβρουαρίου του 1824, υπογράφει την πρώτη δανειακή σύμβαση της προσωρινής κυβέρνησης, ύψους 800.000 στερλινών.
Ωστόσο, οι όροι αυτού του δανείου, όπως παρατηρεί ο κ. Μπλαβούκος, θεωρούνται κάτι παραπάνω από τοκογλυφικοί. Το δάνειο συνάπτεται με τιμή έκδοσης 59% (σ.σ. δηλαδή όποιος παρέχει 59 στερλίνες, εισπράτει 100 στερλίνες), ετήσιο τόκο αποπληρωμής 5% επί της ονομαστικής αξίας, προμήθεια 3% και ασφάλιστρα 1,5%.
Μάλιστα, το οφειλόμενο ποσό θα καταβάλλεται σε εξαμηνιαίες δόσεις, με περίοδο αποπληρωμής τα 36 έτη, δηλαδή το 1860.
Για τον Έλληνα καθηγητή, όμως, το παράδοξο της υπόθεσης είναι το εξής: Ως εγγύηση για την αποπληρωμή των τόκων ορίζονται όλα τα δημόσια έσοδα, ενώ για την αποπληρωμή του κεφαλαίου «δεσμεύονται» όλα τα εθνικά ακίνητα.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα καταλήγει μόλις το 1/3 της ονομαστικής αξίας του δανείου, δηλαδή κάτι λιγότερο από 300.000 στερλίνες. Ο λόγος; Η υποχρέωση προκαταβολής των τόκων δύο ετών, οι δαπάνες για χρεολύσια, η υποχρεωτική αγορά εμπορευμάτων από την Αγγλία και τα… υπέρογκα έξοδα της ελληνικής αντιπροσωπείας στο Λονδίνο.
Το δάνειο χρηματοδοτεί τον… εμφύλιο Μοριά — Ρούμελης
Παρά τους τοκογλυφικούς όρους του δανείου, τα συγκεκριμένα χρήματα θεωρούνται υπεραρκετά για να παράσχουν την απαιτούμενη ώθηση στα ελληνικά στρατεύματα στη μάχη εναντίον των Οθωμανών. Αντ' αυτού, το ποσό των 300.000 στερλινών δαπανείται σχεδόν εξ' ολοκλήρου στον εμφύλιο μεταξύ Ελλήνων και… Ελλήνων.
Η κυριαρχούσα παράταξη των Μαυροκορδάτου — Κουντουριώτη επιλέγει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα, προκειμένου να εδραιώσει τη θέση της στην εξουσία, και να υπονομεύσει τη δυναμική των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου, κάτι το οποίο οδηγεί στον α' εμφύλιο πόλεμο της επαναστατικής περιόδου.
Βέβαια, σημαίνοντα ρόλο στις εξελίξεις, όπως σημειώνει ο κ. Μπλαβούκος, διαδραματίζει και η Αγγλία, η οποία παρεμβαίνει συστηματικά υπέρ του αγγλόφιλου κόμματος και εναντίον των αντιφρονούντων, όπως για παράδειγμα ο Κολοκοτρώνης.
Το δεύτερο δάνειο
Λίγους μήνες αργότερα, καθίσταται εμφανής η ανάγκη για τη σύναψη ενός δεύτερου δανείου, καθώς οι απαιτήσεις του ένοπλου αγώνα εναντίον των Οθωμανών «γιγαντώνονται» και η κατασπατάληση του α' δανείου αφήνει το ταμείο… μείον.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1825, Ελλάδα και Αγγλία συνάπτουν και δεύτερο δάνειο, ύψους — αυτή τη φορά — 2 εκατομμυρίων στερλινών. Οι όροι πανομοιότυποι με του πρώτου δανείου: τιμή έκδοσης 55,5%, υψηλό επιτόκιο και υπερβολικές δαπάνες σύναψης (σ.σ. ασφάλιστρα κλπ).
Ως υποχρέωση, παράλληλα, εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, ορίζεται η οργάνωση μισθοφορικού στρατιωτικού σώματος υπό τον Βρετανό στρατηγό Κόχραν και η παραγγελία έξι πλοίων από την Αγγλία και οκτώ φρεγατών από την Αμερική, τα οποία είτε δεν παραδίδονται ποτέ, είτε παραδίδονται όταν ο αγώνας έχει ουσιαστικά κριθεί.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω; Τα χρήματα που εισέρχονται στα ελληνικά ταμεία, μετά βίας υπερβαίνουν τις 232.000 στερλίνες, ήτοι στο 1/9 του αρχικού δανείου.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω; Τα χρήματα που εισέρχονται στα ελληνικά ταμεία, μετά βίας υπερβαίνουν τις 232.000 στερλίνες, ήτοι στο 1/9 του αρχικού δανείου.
Τα… θετικά των δύο δανείων
Βέβαια, ο κ. Μπλαβούκος δεν παραλείπει να αναφερθεί και στις θετικές συνέπειες αυτών των δύο δανειακών συμβάσεων, οι οποίες αποτελούν επί της ουσίας την πρώτη de facto αναγνώριση της Ελλάδας ως εμπόλεμου κράτους και την ταύτιση των ελληνικών συμφερόντων μ' αυτά των μεγάλων αγγλικών τραπεζών, καθώς ενδεχόμενη κατάρρευση του ελληνικού μετώπου θα σηματοδοτούσε την απώλεια των χρημάτων τους.
Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραληφθεί και η προσφορά των δύο δανείων στην ενίσχυση του ελληνικού στρατεύματος, κάτι το οποίο αποτυπώνεται, όπως σημειώνει ο Έλληνας καθηγητής, στη ναυμαχίες της Μυκάλης, του Γέροντα και της Σάμου.
Έναν αιώνα αργότερα η αποπληρωμή των δανείων
Στο ίδιο πλαίσιο, ο κ. Μπλαβούκος υποστηρίζει ότι στην αξιολόγηση των παραπάνω ιστορικών γεγονότων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αδύναμη έως ανύπαρκτη διαπραγματευτική δύναμη της Ελλάδας, η οποία σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να επιβάλει ευνοϊκούς όρους συνομολόγησης των δύο δανείων, από τα οποία ωφελούνται εντέλει κυρίως οι δανειστές και οι μεσάζοντες.
Όμως, τελικά, πότε ακριβώς αποπληρώθηκαν αυτά τα δύο δάνεια;
Οι ακραιφνείς όροι που συνοδεύουν αυτές τις δανειακές συμβάσεις συνεπάγονται νομοτελειακά τη στάση πληρωμής της προσωρινής κυβέρνησης, το 1827. Πριν δηλαδή, από την επίσημη ανακήρυξη του ελληνικού κράτους.
Παρά τα δάνεια που συνάφθηκαν στη συνέχεια, με τη μεσολάβηση κυρίως του Βασιλιά Όθωνα, η αποπληρωμή των δύο επαναστατικών δανείων παραμένει σε εκκρεμότητα έως το 1866, όταν Ελλάδα και Βρετανοί δανειστές ξεκινούν διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση των ελληνικών ομολόγων.
Αρκετά χρόνια αργότερα, και ειδικότερα το 1878, δίνεται η λύση, η οποία προβλέπει την αναχρηματοδότηση των δύο δανείων, μέσω της έκδοσης νέων ελληνικών ομολόγων.
Τα νέα ομόλογα έχουν ως διάρκεια ωρίμανσης τα 30 έτη, κάτι το οποίο σημαίνει ότι η Ελλάδα «ξεμπερδεύει» με τα πρώτα δύο δάνεια της ιστορίας της, σχεδόν 100 χρόνια αργότερα, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου