Στις 27 Δεκεμβρίου ξεκινάει και στην Ελλάδα, ταυτόχρονα με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, η μεγάλη επιχείρηση εμβολιασμού για τον κορωνοϊό.

Σύμφωνα με τα όσα είπε ο πρωθυπουργός, οι πρώτοι που θα εμβολιαστούν θα είναι οι εργαζόμενοι του ΕΣΥ και οι φιλοξενούμενοι σε μονάδες ηλικιωμένων.

Από την επιτυχία του εμβολίου (σε συνδυασμό βέβαια με τα μέτρα προστασίας) θα εξαρτηθεί:

Πρώτο και κυριότερο, η ανάσχεση της πανδημίας του κορωνοϊού και η σωτηρία μεγάλου αριθμού ανθρώπινων ζωών.

Δεύτερο, η επιστροφή σε μια κανονικότητα (η οποία μάλλον δεν θα είναι ίδια αυτήν που προηγήθηκε της επιδημίας), σε ό,τι αφορά τόσο την οικονομική δραστηριότητα όσο και τις κοινωνικές σχέσεις.

Η επιτυχία του εμβολιασμού αποτελεί συνάρτηση της διαθεσιμότητας των εμβολίων, της ικανότητας του κρατικού μηχανισμού να φέρει σε πέρας το έργο με την ταχύτητα που απαιτείται, καθώς και στην προθυμία των πολιτών να εμβολιαστούν.

Η καθυστέρηση

Ήδη η πρώτη δυσκολία ανέκυψε από την αδυναμία της Pfizer/BioNTech να παραδώσει τις ποσότητες εμβολίων που είχαν αρχικά προβλεφθεί.

Η Ελλάδα θα έχει στη διάθεσή της τον Ιανουάριο 300.000 δόσεις εμβολίων.

Στη χτεσινή διακυβερνητική σύσκεψη ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε σχετικά με αυτή την καθυστέρηση:

«Είναι αλήθεια ότι η κεντρική διαπραγμάτευση, η οποία έγινε από τις Βρυξέλλες, σχετικά με τις διαδικασίες παράδοσης του εμβολίου, δημιούργησαν ένα μικρό κενό σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες οι οποίες είχαν καλλιεργηθεί.


Θέλω να επαναλάβω ακόμα μία φορά ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές γίνονται κεντρικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάθε χώρα λαμβάνει τα εμβόλια που της αναλογούν αναλογικά με τον πληθυσμό της και δεν υπάρχει καμία απολύτως διαφοροποίηση από αυτήν την πολιτική και τα εμβόλια φτάνουν σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες λίγο-πολύ την ίδια μέρα, κάθε παρτίδα θα φτάνει την ίδια μέρα, και μετά προφανώς η ευθύνη μεταπίπτει στις χώρες έτσι ώστε να μπορέσουν να ακολουθήσουν τη εθνική στρατηγική εμβολιασμού με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια».

Τα logistics

Η Ελλάδα, όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν μεγάλη εμπειρία μαζικών εμβολιασμών.

Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα πρέπει να εμβολιαστεί περισσότερο από το 70% του πληθυσμού. Η επιχείρηση γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη από το ότι το εμβόλιο της Pfizer/BioNTech πρέπει να συντηρείται στους -70 βαθμούς Κελσίου, ενώ έχει σύντομη ημερομηνία λήξης.

Επομένως, στο επίπεδο των logistics πρόκειται όχι μόνο για ένα τεράστιo αλλά και ιδιαίτερα απαιτητικό project.

Σε πρώτη φάση, το εθνικό σχέδιο προβλέπει οι εμβολιασμοί θα γίνουν σε πέντε νοσοκομεία αναφοράς σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Στη συνέχεια, θα στηθούν 1.018 εμβολιαστικά κέντρα.

Στην Αττική, σύμφωνα με την κυβέρνηση πάντα, θα στηθούν 245 κέντρα, 135 στον Πειραιά και τα νησιά του Αιγαίου, 123 στη Θεσσαλονίκη και την Δυτική/ Κεντρική Μακεδονία, 129 στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, 144 σε Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα, 176 σε Πελοπόννησο και νησιά Ιονίου, 66 στην Κρήτη.

Ταυτόχρονα, έχουν ήδη παραληφθεί σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη τα ειδικά ψυγεία βαθιάς κατάψυξης όπου θα φυλάσσονται τα εμβόλια.

Κάθε ψυγείο διασφαλίζει θερμοκρασίες έως -80 βαθμούς κι έχει χωρητικότητα για 80.000 εμβόλια.

Η επιφυλακτικότητα

Πέρα από τις απαιτήσεις στο επίπεδο των logistics, η επιχείρηση εμβολιασμού βρίσκεται αντιμέτωπη και με τη δυσπιστία σημαντικού μέρους της κοινωνίας.

Είναι χαρακτηριστικά τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που έγιναν μέσα στον Δεκέμβριο.

Στην έρευνα της Pulse για τον Σκάι το 29% δηλώνει ότι δεν θα κάνει το εμβόλιο.

Στην έρευνα της MRB to 18,5% δηλώνει ότι δεν θα κάνει το εμβόλιο, ενώ το 44,2% θα το κάνει αφού σιγουρευτεί ότι δεν θα έχει παρενέργειες.

Στη δημοσκόπηση της Κάπα Research το 27% λέει ότι δεν θα εμβολιαστεί, ενώ άλλο ένα 27% θα εμβολιαστεί αφού σιγουρευτεί για τις παρενέργειες.

Τέλος, στην έρευνα της Alco για το Open στο σχετικό ερώτημα το 19% απάντησε ότι δεν θα εμβολιαστεί, ενώ το 42% είπε ότι θα περιμένει.

Συνοπτικά, ένα ποσοστό που κυμαίνεται από το 18,5% έως το 29% δεν σκοπεύει να εμβολιστεί. Ταυτόχρονα, ισχυρή μερίδα της κοινωνίας εμφανίζεται ανήσυχη για τυχόν παρενέργειες.

Ασφαλώς η εμφανιζόμενη επιφυλακτικότητα των πολιτών σχετίζεται με το λεγόμενο αντιμεμβολιαστικό «κίνημα» που προϋπήρχε του κορωνοϊού.

Δεν πρέπει όμως να υπάρχει αμφιβολία ότι η τάση αυτή ενισχύθηκε από τις θεωρίες συνωμοσίας γύρω από την πανδημία.

Επιπλέον, τα υψηλά ποσοστά δυσπιστίας δείχνουν την αδυναμία των επιστημόνων και του πολιτικού κόσμου να πείσουν ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, κάτι που ενδεχομένως δεν έχει να κάνει μόνο με την υγειονομική κρίση, αλλά με μια γενική κρίση αξιοπιστίας των ελίτ.