Όλα όσα καταλάβαμε λάθος για τη "δουλειά" των εμβολίων και πόσο άτοπο είναι να "θέλουμε να κάνουμε το καλύτερο".
Στις αρχές Μαρτίου, η Πολιτεία Μίσιγκαν επρόκειτο να παραλάβει χιλιάδες δόσεις του εμβολίου Johnson & Johnson. Ο δήμαρχος της πόλης του Ντιτρόιτ όμως δήλωσε δημόσια πως τα ήθελε και προτιμούσε τα εμβόλια των Pfizer και Moderna, λέγοντας πως ”είναι τα καλύτερα” ενώ δεσμεύτηκε πως θα έκανε ό,τι μπορούσε ώστε οι πολίτες να εμβολιαστούν με αυτά.
Η δήλωση του βέβαια, περί ”καλύτερου” εμβολίου, απηχεί και τις απόψεις πολλών πολιτών ανά τον κόσμο που διαβάζουν περί ποσοστών αποτελεσματικότητας των εμβολίων της κάθε εταιρείας και αναζητούν αυτό που θα του παράσχει στην μεγαλύτερη ασφάλεια εάν το κάνουν.
Πόση σημασία έχει όμως σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα εμβόλια να εξετάσουμε τις διαφορές που παρουσιάζουν στα ποσοστά αποτελεσματικότητας; Μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνει έδωσε, με τη βοήθεια ειδικών, το Vox μέσα από ένα πολύ κατατοπιστικό βίντεο.
Στην περίπτωση των δύο εμβολίων που ο δήμαρχος του Ντιτρόιτ έκρινε πως ήταν τα καλύτερα το ποσοστό αποτελεσματικότητας είναι στο 95% και στο 94%, δηλαδή εξαιρετικά υψηλά. Το Sputnik έχει 92%, το NovaVax 89% ενώ το AstraZeneca και το J&J που επίσης χορηγούνται σε χώρες της Δύσης έχουν ποσοστό 67% και 66% αντίστοιχα.
Κάποιος λοιπόν θα μπορούσε να υποθέσει, βλέποντας τα ποσοστά των δύο πρώτων και των δύο τελευταίων πως τα πρώτα είναι καλύτερα. Μια τέτοια υπόθεση όμως θα ήταν λανθασμένη, καθώς αυτά τα ποσοστά δεν είναι πιο κρίσιμοι δείκτες για κριθεί αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου.
Για να κατανοήσουμε γιατί η απάντησή μας, όπως και του Δημάρχου του Ντιτρόιτ είναι λάθος, θα πρέπει πρώτα να δούμε ακριβώς τι πρέπει να κάνει ένα εμβόλιο.
Τι εννοούμε όταν λέμε ”αποτελεσματικότητα”;
Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων υπολογίζεται στο πλαίσιο ευρείας κλίμακας κλινικών δοκιμών με την χορήγηση τους σε δεκάδες χιλιάδες άτομα.
Αυτοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: εκείνους στους οποίους πράγματι χορηγείται το υπό δοκιμή εμβόλιο και σε εκείνους που τους χορηγείται το placebo.
Μετά τον εμβολιασμό και οι μεν και οι δε συνεχίζουν κανονικά τη ζωή τους και οι επιστήμονες που διεξάγουν την κλινική δοκιμή παρακολουθούν εάν και πόσοι και από τις δύο αυτές ομάδες, θα κολλήσουν τον ιό του επόμενους μήνες.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση της κλινικής δοκιμής της Pfizer συμμετείχαν 43.000 άτομα και στο τέλος 170 προσβλήθηκαν από κορονοϊό. Εάν από τους 170 οι 85 είχαν εμβολιαστεί κανονικά και οι άλλοι 85 είχαν λάβει το placebo τότε η αποτελεσματικότητα του εμβολίου θα ήταν 0% αφού είτε κάποιος έχει κάνει το εμβόλιο, είτε όχι θα είχε τις ίδιες πιθανότητες να μολυνθεί. Εάν κανένας από τους 170 συμμετέχοντας που μολύνθηκαν, δεν είχε λάβει το εμβόλιο, τότε η απολεσματικότητά του θα ήταν 100%.
Αυτό που συνέβη στην συγκεκριμένη κλινική δοκιμή, είναι πως 162 άτομα που τους χορηγήθηκε το placebo προσβλήθηκαν από τον ιο ενώ από την ομάδα των εμβολιασθέντων με το εμβόλιο, μολύνθηκαν μόλις 8.
Έτσι, καταλήγομε πως όσοι είχαν κάνει το εμβόλιο είχαν 95% λιγότερες πιθανότητες να προβληθούν από τον ίο άρα λέμε πως το εμβόλιο της Pfizer έχει ποσοστό αποτελεσματικότητας 95%.
Αυτό ωστόσο, που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως αυτό δεν σημαίνει πως από αυτούς που θα κάνουν το εμβόλιο το 5% θα αρρωστήσει. Αντιθέτως, αυτό ποσοστό, αφορά το άτομο ως μονάδα που σημαίνει πως κάποιος που έχει εμβολιαστεί έχει 95% λιγότερες πιθανότητες να αρρωστήσει, κάθε φορά που εκτίθεται στον ιό, από κάποιον που δεν έχει κάνει το εμβόλιο.
Με αυτό τον τρόπο υπολογίζεται η αποτελεσματικότητα όλων των εμβολίων που αναφέραμε.
Οι διαφορετικές στις κλινικές δοκιμές που κάνουν τη διαφορά
Ωστόσο, η κλινική δοκιμή κάθε εμβολίου μπορεί να έχει πραγματοποιηθεί υπό πολύ διαφορετικές συνθήκες.
Όπως εξηγεί, μιλώντας στο Vox η Ντέμπορα Φούλερ, από το τμήμα Μικροβιολογίας του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, «ένα από βασικά ζητήματα που πρέπει να εξετάσουμε κοιτάζοντας αυτά τα ποσοστά είναι η χρονική περίοδος κατά την οποία διενεργήθηκαν αυτές οι κλινικές δοκιμές».
Στο γράφημα που βλέπουμε στο βίντεο με την εξέλιξη του αριθμού των κρουσμάτων κορονοϊού στις ΗΠΑ, επισημαίνεται πως η κλινική δοκιμή για το Moderna που έγινε εξολοκλήρου στην συγκεκριμένη χώρα, διεξήχθη από τα τέλη Ιουλίου έως τις αρχές Νοεμβρίου σε μια περίοδο δηλαδή κατά την οποία ο αριθμός των ημερήσιων κρουσμάτων ήταν ακόμη σχετικά χαμηλός. Περίπου την ίδια περίοδο, και σχεδόν εξολοκλήρου στις ΗΠΑ, διενεργήθηκε και η κλινική δοκιμή της Pfizer.
Στον αντίποδα, η κλινική δοκιμή της J&J διεξήχθη μεταξύ τέλη Οκτωβρίου και τέλη Φεβρουαρίου την περίοδο δηλαδή που ο αριθμός των ημερησίων κρουσμάτων ήταν εξαιρετικά υψηλός και τελικά έφτασε στον υψηλότερο αριθμό που έχει καταγραφεί στη χώρα. Έτσι, οι συμμετέχοντες στην κλινική δοκιμή είχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες να εκτεθούν στον ιό απ’ ότι την περίοδο που έγιναν οι κλινικές δοκιμές για τα άλλα δύο εμβόλια.
Επίσης, οι κλινικές δοκιμές, π.χ. της J&J διεξήχθησαν και σε άλλές χώρεςόπως η Νότιος Αφρική και η Βραζιλία και μάλιστα σε χρονικές περιόδους όπου όχι μόνο καταγραφόταν υψηλός αριθμός κρουσμάτων αλλά και κατά τις οποίες ο ίδιος ο ιός ήταν διαφορετικός εξαιτίας των μεταλλάξεων που είχαν εμφανιστεί. Εν μέσω μάλιστα των συγκεκριμένων κλινικών δοκιμών αυτές οι μεταλλάξεις του ιού ήταν και οι κυρίαρχες στα κρούσματα που καταγράφονταν και οι συμμετέχοντες είχαν περισσότερες πιθανότητες να μολυνθούν.
Στη Νότιο Αφρική οι περισσότερες περιπτώσεις που εξετάστηκαν από την J&J αφορούσαν την μετάλλαξη και όχι το αρχικό στέλεχος του κορονοϊού που ήταν κυρίαρχο στις ΗΠΑ τη περίοδο του καλοκαιριού. Και πάλι όμως το συγκεκριμένο εμβόλιο τα κατάφερε.
«Για να μπορέσει κανείς να συγκρίνει τα εμβόλια θα πρέπει όλα να είναι μέρος της ίδιας κλινικής δοκιμής» δηλαδή με τα ίδια κριτήρια επιλογής των συμμετεχόντων, στις ίδιες χώρες, την ίδια χρονική περίοδο εξηγεί ο Αμές Αντάλια από το Πανεπιστήμιο Τζον Χόπικινς ενώ η Ν.Φούλερ. Εάν πχ παίρναμε το εμβόλιο της Moderna και κάναμε την ίδια κλινική δοκιμή την περίοδο που πχ έκανε τη δική της η J&J μπορεί να είχαμε πολύ διαφορετικά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα του εμβολίου.
Συμπερασματικά λοιπόν τα ποσοστά τα οποία βλέπουμε σχετικά με την αποτελεσματικότητα του κάθε εμβολίου μας λένε τι συνέβη στην κλινική δοκιμή που διεξήχθη και όχι τι θα συμβεί σε πραγματικές συνθήκες.
Μερικοί επιστήμονες μάλιστα υποστηρίζουν πως τα ποσοστά αποτελεσματικότητας δεν είναι καν τα κρίσιμα δεδομένα που πρέπει να εξετάζουμε σε ό,τι αφορά τα εμβόλια.
Γιατί η αποτροπή μόλυνσης δεν είναι καν ο σκοπός του εμβολίου.
Τελικά τι είναι αυτό που μετράει;
«Ο στόχος των εμβολίων την Covid-19 δεν είναι να μηδενίσουμε τις νέες μολύνσεις αλλά να τον περιορίσουμε, να τον αποδυναμώσουμε, να του στερήσουμε τη δυνατότητα να προκαλεί σοβαρή νόσηση και θάνατο» λέει ο Α.Αντάλια.
Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό που λέει ο Αντάλια ας εξετάσουμε τι μπορεί να συμβεί στον καθένα εν μέσω πανδημίας. Το καλύτερο σενάριο είναί να μην μολυνθεί, το χειρότερο είναι να πεθάνει. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα, έχουμε τον νοσηλεία, την εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων, την εμφάνιση μέτριας έντασης συμπτωμάτων και την μη εμφάνιση συμπτωμάτων.
Στην καλύτερη περίπτωση, όντας κάποιος εμβολιασμένος μπορεί να αποφευχθεί η μόλυνση αλλά όπως διευκρινίστηκε, ρεαλιστικά δεν είναι αυτός ο στόχος των εμβολίων.
Ο στόχος είναι το εμβόλιο να παράσχει αρκετά εφόδια στον οργανισμό ώστε να αποφευχθεί ο θάνατος, η πολύ βαριά νόσηση που οδηγεί σε νοσηλεία σε νοσοκομεία και η εμφάνιση σοβαρών συμπτωμάτων.
Και αυτό που πρέπει να καταστεί ξεκάθαρο, είναι πως όλα τα εμβόλια που διατίθενται μέχρι τώρα, το κάνουν.
Σε όλες αυτές τις κλινικές δοκιμές του κάθε εμβολίου ξεχωριστά, στις περιπτώσεις των συμμετεχόντων που έλαβαν placebo και μολύνθηκαν από κορονοϊό, κάποιοι πέθαναν και άλλοι χρειάστηκε να νοσηλευτούν. Ούτε ένας όμως εξ όσων είχαν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους δεν έχασε τη ζωή του και ουδείς χρειάστηκε να εισαχθεί σε νοσοκομείο.
«Όλα τα εμβόλια είναι 100% αποτελεσματικά σε ό,τι αφορά την αποτροπή του θανάτου από Covid-19».
Για την ιστορία, τελικά ο Δήμαρχος του Ντιτρόιτ υπαναχώρησε της αρχικής του απόφασης, ανακοινώνοντας πως θα λάβει εμβόλια J&J αναγνωρίζοντας πως έχουν υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας «σε ό,τι αφορά αυτό που μας νοιάζει περισσότερο, που είναι οι αποτροπή των νοσηλειών και οι θάνατοι».
Η αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου μετράει. Άλλα δεν είναι το πλέον σημαντικό. Το ερώτημα δεν είναι πιο εμβόλιο θα αποτρέψει τη μόλυνση αλλά ποιοι θα μας κρατήσει στη ζωή και εκτός νοσοκομείων, ποιο θα βοηθήσει να έρθει το τέλος της πανδημίας.
Και αυτό το κάνουν όλα τα εμβόλια.
«Το καλύτερο εμβόλιο που μπορείτε να κάνετε είναι αυτό που σας δίνετε» λέει η Φούλερ και ο Αντάλια συμπληρώνει: «Με κάθε εμβόλιο που κάνουμε, πλησιάζουμε περισσότερο στο τέλος της πανδημίας».
Πηγή: VOX
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου