Οι πιέσεις στον κλάδο συνεχίζονται, λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒΤ Ιωάννης Γιώτης
«Δεν μας έχει αναγνωριστεί ότι εμείς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες, δεν αφήσαμε να αδειάσουν τα ράφια. Θέλουμε την πολιτεία να είναι αρωγός μας και όχι απέναντί μας». Με αυτά τα λόγια ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ) Ιωάννης Γιώτης άφησε χθες σαφείς αιχμές κατά της απελθούσας κυβέρνησης, αιχμές που έρχονται σε συνέχεια της άρνησης στο αίτημα του κλάδου που είχε διατυπωθεί ακριβώς πριν από ένα χρόνο επίσης στην ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒΤ για μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα. Υπενθυμίζεται δε ότι αντ’ αυτού, η πολιτεία προχώρησε στη θέσπιση του περίφημου «καλαθιού του νοικοκυριού», το οποίο είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από την πλευρά του ΣΕΒΤ με τον τέως υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδωνι Γεωργιάδη να εγκαλεί τις βιομηχανίες τροφίμων για μη σημαντικές μειώσεις στις τιμές των τροφίμων και ως συνέπεια τη μη μεγάλη συμμετοχή επώνυμων προϊόντων στο «καλάθι του νοικοκυριού».
Την ίδια ώρα, ο κ. Γιώτης άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι οι συνθήκες είναι τέτοιες που στην πραγματικότητα δεν ευνοούν αποκλιμάκωση στις τιμές των τροφίμων και μάλιστα γρήγορα. «Οι γεωπολιτικές αναταράξεις έχουν παγιωθεί. Οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχίζουν να αφήνουν το αποτύπωμά τους. Οι αρνητικές επιπτώσεις δεν είναι εύκολο να αντιστραφούν άμεσα», τόνισε με νόημα, ενώ σε άλλο σημείο της ομιλίας του υποστήριξε ότι «υπάρχουν στοιχεία που μας φέρνουν αντιμέτωπους με ζητήματα βιωσιμότητας και τη φετινή χρονιά». Αυτά, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒΤ, είναι τα αυξημένα κόστη, η μειωμένη αγοραστική δύναμη, τα εμπόδια στην απορρόφηση των χρηματοδοτικών εργαλείων, η δυσκολία εύρεσης εργατικού δυναμικού, η περιορισμένη απορρόφηση πόρων για έρευνα και ανάπτυξη, αλλά και το δημογραφικό πρόβλημα. Στο τελευταίο στάθηκε ιδιαιτέρως ο κ. Γιώτης –άλλωστε η «Γιώτης» έχει ως βασικό αντικείμενο την παραγωγή βρεφικών τροφών– αναφέροντας ότι ενώ το 2010, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), οι γεννήσεις ήταν 114.766, το 2021 είχαν υποχωρήσει σε 85.346, ενώ για το 2023 υπάρχει εκτίμηση ότι θα πέσουν στο επίπεδο των 70.000. Την ίδια ώρα, οι θάνατοι ανέρχονται σε 130.000-140.000 ετησίως.
Η μειωμένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών αποτυπώνεται και στα νεότερα στοιχεία για τις πωλήσεις των σούπερ μάρκετ, τα οποία παρουσίασε ο κ. Παναγιώτης Μπορέτος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ερευνών αγοράς Circana (πρώην IRI).
Στο α΄ τετράμηνο του 2023 καταγράφεται πτώση του όγκου πωλήσεων κατά 0,9% στα τρόφιμα, η οποία μάλιστα είναι μεγαλύτερη από ό,τι στις άλλες μεγάλες κατηγορίες προϊόντων. Την ίδια ώρα, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας αυξήθηκε στο 19,3% το τετράμηνο, ενώ ειδικά στα συσκευασμένα τρόφιμα το μερίδιό τους ανέρχεται σε 21,7%.
Στο επενδυτικό κενό που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία αναφέρθηκε με τη σειρά του ο κ. Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). «Παρά την αύξηση των επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, αυτές βρίσκονται στο 50% των επενδύσεων μιας μέσης οικονομίας στην Ευρώπη. Δεν μπορούν να αυξηθούν απότομα, πρώτον, διότι δεν υπάρχει μεγάλη εγχώρια αποταμίευση και πρέπει να έρθουν ξένα κεφάλαια τα οποία δεν είναι σίγουρο ότι θα επιλέξουν την Ελλάδα και δεύτερον, διότι τα επιτόκια εξακολουθούν να αυξάνονται», τόνισε. Ο ίδιος δε επεσήμανε ότι «όσοι χαίρονται διότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι υψηλότερος από των άλλων χωρών στην Ευρώπη, δεν θα πρέπει να το κάνουν διότι στις χώρες αυτές θέλουμε να εξάγουμε τα προϊόντα μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου