ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ «ΕΦ.ΣΥΝ.»
«Επαψα να πιστεύω στις δημοσκοπήσεις όταν διάβασα ότι το 62% των γυναικών πραγματοποιεί ερωτική επαφή την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Δεν γνώρισα ποτέ στη ζωή μου γυναίκα που θα παρατούσε το φαγητό για το σεξ». Με αυτή τη φράση η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Εμα Μπόμπεκ, η οποία έγινε γνωστή για τη σατιρική στήλη που διατηρούσε επί 31 συναπτά έτη σε μια εφημερίδα των μεσοδυτικών Πολιτειών των ΗΠΑ, σχολίαζε, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τις δημοσκοπήσεις.
Μια επιστήμη που αποτελεί συνδυασμό άλλων επιστημών σύμφωνα με τον Loic Blondiaux, καθηγητή στο Institut d’Etudes Politiques του Παρισιού: «Συνδυάζει διαλέκτους από όλες τις επιστήμες, όπως την Πολιτική Φιλοσοφία, τη Στατιστική και την Πολιτική Ιστορία, την Επιστημολογία. Η δημοσκόπηση όμως δεν είναι ούτε στατιστική μέθοδος, ούτε τεχνοτροπία πολιτικής δράσης, ούτε όργανο των κοινωνικών επιστημών, ούτε τεχνική αντικειμενοποίησης της κοινής γνώμης. Είναι όλα αυτά κατά περίπτωση».
Στην Ελλάδα οι δημοσκοπήσεις εμφανίζονται αρχικά στη δεκαετία του 1950, περισσότερο οργανωμένα όμως τις συναντάμε στη Μεταπολίτευση. Αναλαμβάνουν καίριο ρόλο στη δεκαετία του 1990 παράλληλα με την άνοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης και έκτοτε αποτελούν μια από τις βασικές συνισταμένες της πολιτικής επικαιρότητας. Στη δεκαετία της κρίσης έως σήμερα η αξιοπιστία τους θα πληγεί σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των αποτελεσμάτων των ερευνών τους που σε καίριες περιπτώσεις ήταν εντελώς αντίθετες με το αίσθημα και τη βούληση της κοινής γνώμης. Ολοι θυμούνται την τεράστια αποτυχία τους στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2015 ή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκαν και στις εκλογές του 2019, όπου μιλούσαν για καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. αμέσως μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Πιο πρόσφατα είδαμε να αποτυγχάνουν και στο αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών του ΚΙΝ.ΑΛΛ., πριν από τον πρώτο γύρο, όταν εμφανίζονταν να δίνουν προβάδισμα στον Ανδρέα Λοβέρδο.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: Γιατί υπάρχουν, εφόσον δεν παράγουν έργο που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Ολο και πιο συχνά επιστήμονες καλούνται να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, όπως και σε άλλα που προκύπτουν στην κοινή γνώμη. Μήπως οι δημοσκόποι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους; Μήπως υπάρχουν σκοπιμότητες; Γιατί σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις τα ποσοστά των κομμάτων δεν είναι ακριβώς εκείνα που είχαν προβλέψει οι έρευνες της κοινής γνώμης; Απαντήσεις πάνω σε αυτά επιχείρησε να δώσει πριν από λίγο καιρό η Ζίγκριντ Ρόστοϊσερ, καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών και Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, μιλώντας στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF).
Πρώτη παρατήρηση: Η δημοσκόπηση είναι ούτως ή άλλως μια δύσκολη έρευνα, που βασίζεται σε υποθέσεις εργασίας και σε ένα περιορισμένο δείγμα ερωτηθέντων. Με αντικείμενο τις γερμανικές εκλογές, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Οι ψηφοφόροι γίνονται όλο και πιο απρόβλεπτοι και αυτό οφείλεται σε έναν συγκεκριμένο λόγο. Λιγότεροι ψηφοφόροι, σε σύγκριση με το παρελθόν, ταυτίζονται τόσο πολύ με το κόμμα τους, ώστε να λένε ότι δεν μπορούν να φανταστούν τίποτε άλλο παρά μόνο ότι θα ψηφίσουν για παράδειγμα Σοσιαλδημοκράτες (SPD) ή Χριστιανοδημοκράτες (CDU) ή τους Πράσινους. Αυτό συμβαίνει πλέον σε όλη την Ευρώπη και σε όλες τις δημοκρατίες του κόσμου, οπότε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση η αγωνία παραμένει μέχρι το τέλος».
Ενας άνθρωπος που γνωρίζει καλά τον χώρο είναι ο Νίκος Καραχάλιος, ο οποίος για 12 χρόνια ήταν σύμβουλος στρατηγικής του πρώην πρωθυπουργού και πρόεδρου της Ν.Δ. Κώστα Καραμανλή, ενώ ακολούθως βρέθηκε σε παρόμοια θέση και στο πλευρό του Αντώνη Σαμαρά, αλλά και του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Κατά την άποψή του, σήμερα υπάρχει πλήρης «καρτελοποίηση» των εταιρειών δημοσκοπήσεων, ενώ θεωρεί πως έχουν τεράστιο ζήτημα μεθοδολογίας. «Η έρευνα είναι ακριβό σπορ», μας λέει, υποστηρίζοντας πως για να έχεις ένα ουσιαστικό δείγμα θα πρέπει η κάθε εταιρεία να κάνει 7 με 8 χιλιάδες τηλεφωνήματα. «Ολοι σχεδόν δουλεύουν με αναγωγές που δεν παράγουν ουσιαστικό συμπέρασμα. Οταν λοιπόν δημοσιοποιείς μια τέτοια έρευνα, ουσιαστικά έχεις πολιτική παρέμβαση».
Είναι τα μέσα ενημέρωσης άμοιρα ευθυνών στο πώς παρουσιάζονται οι έρευνες; Σύμφωνα με τον κ. Καραχάλιο, δεν είναι. «Ποιος μιλάει για τους αναποφάσιστους; Για την αποχή; Για τις μετακινήσεις ψηφοφόρων; Ποιος αναλύει και πώς αυτά τα δεδομένα σε μια έρευνα;» είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που θέτει, ενθυμούμενος τις εκλογές του 2000, του 2004, του 2015, φτάνοντας έως το 2020. Παρατηρεί επίσης το οξύμωρο του πράγματος, το γεγονός δηλαδή ότι οι δημοσκοπήσεις επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τα κομματικά επιτελεία την ώρα που έχουν απαξιωθεί από την κοινή γνώμη. Σημειώνει τέλος και τον παράγοντα «οικονομική εξάρτηση». Τι εννοεί με αυτό; «Ολες σχεδόν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων γονάτισαν οικονομικά λόγω της κρίσης. Αυτό τις κάνει οικονομικά εξαρτώμενες από την οποιαδήποτε κυβέρνηση που μπορεί να δώσει χρήματα». Στον νου, έπειτα από αυτά τα λόγια, μας έρχονται οι απευθείας αναθέσεις σε εταιρείες δημοσκοπήσεων, θέμα που έφερε στη Βουλή η αξιωματική αντιπολίτευση.
Πολλοί είναι οι πολιτικοί που υποστηρίζουν πως η πραγματική δημοσκόπηση είναι εκείνη την ώρα της κάλπης. Εχουν δίκιο; Σύμφωνα με τον Ματίας Γιουνγκ, επικεφαλής του Ερευνητικού Κέντρου Εκλογών στο Μανχάιμ, έχουν. «Οι δημοσκοπήσεις καθαρά μεθοδολογικά αποτυπώνουν πάντα το κλίμα την ώρα που γίνεται η δημοσκόπηση. Γιατί η εκλογική απόφαση των ψηφοφόρων λαμβάνεται πολύ αργότερα, όσο πλησιάζει η ημέρα της αναμέτρησης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου